λαμπρός
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
λαμπρός
λαμπρή
λαμπρόν
Structure:
λαμπρ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- bright, brilliant, radiant
- bright
- bright, limpid
- clear, sonorous, distinct
- a fresh keen, a fresh, vigorously, vigorously
- clear, manifest, decisive, without concealment
- well-known, illustrious, magnificent, munificent
- bright, joyous
- splendid, brilliant, most splendidly
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὁ δὲ Σίμων οὗτοσ ἦν πόλεωσ μὲν Ιἑροσολύμων, γένουσ δὲ σφόδρα λαμπροῦ, τῆσ δὲ Φαρισαίων αἱρέσεωσ, οἳ περὶ τὰ πάτρια νόμιμα δοκοῦσιν τῶν ἄλλων ἀκριβείᾳ διαφέρειν. (Flavius Josephus, 229:1)
- ἔφη γάρ ὅτι τῶν ἀνθρωπίνων οὐδὲν οὐδέποτε δείσασ, τῶν δὲ θείων ὡσ ἀπιστότατον καὶ ποικιλώτατον πρᾶγμα τὴν τύχην ἀεὶ φοβηθείσ, μάλιστα περὶ τοῦτον αὐτῆσ τὸν πόλεμον, ὥσπερ πνεύματοσ λαμπροῦ, ταῖσ πράξεσι παρούσησ, διατελοίη μεταβολήν τινα καὶ παλίρροιαν προσδεχόμενοσ. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 36 2:2)
- Τιγράνην δὲ Μιθριδάτου λαμπροῦ μὲν ὄντοσ ὑπόνοια καὶ φθόνοσ ἐχώριζεν, ἡττωμένῳ δ’ ἀνέμειξεν ἑαυτὸν συναπολέσθαι, τί δ’ οὐχὶ καὶ περὶ τὰσ μεγίστασ συμφορὰσ ὤρθου τὴν πόλιν ἡ Τύχη; (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 11 6:1)
- δὲ Μιθριδάτου λαμπροῦ μὲν ὄντοσ ὑπόνοια καὶ φθόνοσ ἐχώριζεν, ἡττωμένῳ δ’ ἀνέμιξεν ἑαυτὸν συναπολέσθαι. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 11 16:1)
- καὶ τοῦ δόγματοσ τούτου γραφέντοσ εἰσελθὼν ἐκεῖνοσ οὐκ ἔπαθε νέου πάθοσ ἀπὸ μηδενὸσ λαμπροῦ προεληλυθότοσ ἄρτι πρὸσ τὴν πολιτείαν, ἀλλ’ ἑαυτῷ διδοὺσ ἤδη φρονεῖν ἡλίκον αἱ μετέπειτα πράξεισ ἔδωκαν, ἠπείλησε τὸν Κότταν ἀπάξειν εἰσ τὸ δεσμωτήριον, εἰ μὴ διαγράψειε τὸ δόγμα, τοῦ δὲ πρὸσ Μέτελλον τραπομένου καὶ γνώμην ἐρωτῶντοσ, Μέτελλοσ μὲν ἀναστὰσ συνηγόρει τῷ ὑπάτῳ, Μάριοσ δὲ τὸν ὑπηρέτην μεταπεμψάμενοσ ἔξωθεν ἐκέλευεν ἀπάγειν αὐτὸν τὸν Μέτελλον εἰσ τὸ δεσμωτήριον. (Plutarch, Caius Marius, chapter 4 2:2)
Synonyms
-
bright
-
bright
- εὐάγητος (bright)
- φανός (light, bright, brightness)
- ἀγλαέθειρος (bright-haired)
- πυριλαμπής (bright with fire)
- ἀνθινός (bright-coloured)
- ἀνθηρός (bright-coloured, bright, brightness)
- ὑπέρλαμπρος (exceeding bright)
- φιαρός (shining, bright)
- φωτεινός (shining, bright)
- φαιδρός (bright, beaming)
- στρέπταιγλος (whirling-bright)
- γλαυκός (gleaming, bright.)
- λιπαρόζωνος (bright-girdled)
- πυραυγής (fiery bright)
- φανός (bright, joyous)
- λιπαρόθρονος (bright-throned)
- εὐφεγγής (bright, brilliant)
- φοῖβος (bright, radiant)
-
clear
-
well-known
- κλεινός (famous, renowned, illustrious)
-
bright
-
splendid