λαμπρός
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
λαμπρός
λαμπρή
λαμπρόν
Structure:
λαμπρ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- bright, brilliant, radiant
- bright
- bright, limpid
- clear, sonorous, distinct
- a fresh keen, a fresh, vigorously, vigorously
- clear, manifest, decisive, without concealment
- well-known, illustrious, magnificent, munificent
- bright, joyous
- splendid, brilliant, most splendidly
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ὅτι μὲν χαλκοῦσ ἐστιν τὰ ἔξω, καὶ πρὸ ἡμῶν τοῦ, Ὁμήρου λέγοντοσ ἠκούσαμεν ὑπερβάντι δὲ καὶ ἀνακύψαντι μικρὸν εἰσ τὸ ἄνω καὶ ἀτεχνῶσ ἐπὶ τοῦ νώτου γενομένῳ φῶσ τε λαμπρότερον φαίνεται καὶ ἥλιοσ καθαρώτεροσ καὶ ἄστρα διαυγέστερα καὶ τὸ πᾶν ἡμέρα καὶ χρυσοῦν τὸ δάπεδον. (Lucian, De sacrificiis, (no name) 8:2)
- οἶδα γὰρ ὡσ οὐκ ἄν τι ὑπὸ σκώμματοσ χεῖρον γένοιτο, ἀλλὰ τοὐναντίον ὅπερ ἂν ᾖ καλόν, ὥσπερ τὸ χρυσίον ἀποσμώμενον τοῖσ κόμμασι, λαμπρότερον ἀποστίλβει καὶ φανερώτερον γίγνεται. (Lucian, Piscator, (no name) 14:10)
- ἀρθείσησ δὲ φλογόσ οἱ μὲν πλούσιοι καὶ δανειστικοὶ περιπαθοῦντεσ ἀπῆλθον, ὁ δὲ Ἀγησίλαοσ ὥσπερ ἐφυβρίζων οὐκ ἔφη λαμπρότερον ἑωρακέναι φῶσ οὐδὲ πῦρ ἐκείνου καθαρώτερον. (Plutarch, Agis, chapter 13 3:2)
- καὶ μέντοι καὶ αὐτὸσ ὁ νεανίσκοσ εὐτελείᾳ καὶ φιλοπονίᾳ, καὶ τῷ μηδὲν ἰδιώτου λαμπρότερον ἠμφιέσθαι καὶ ὡπλίσθαι σεμνυνόμενοσ ἀξιοθέατοσ ἦν καὶ ζηλωτὸσ ὑπὸ τῶν πολλῶν ἐπεὶ τοῖσ γε πλουσίοισ οὐκ ἤρεσκεν ὁ νεωτερισμὸσ αὐτοῦ, δεδιόσι μὴ κίνημα καὶ παράδειγμα τοῖσ πανταχόσε δήμοισ γένηται. (Plutarch, Agis, chapter 14 3:1)
- καίτοι κρατεῖ δόξα πολλὴ τοῦτον ἄκρατον γενέσθαι δημαγωγὸν, καὶ πολὺ τοῦ Τιβερίου λαμπρότερον πρὸσ τὴν ἀπὸ τῶν ὄχλων δόξαν. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 1 5:1)
- τοῦτο ὑπ’ ἐμοῦ γενόμενον μικρότερον ἦν νῦν δὲ λαμπρότερόν ἐστι τῇ καινότητι. (Lucian, Tyrannicida, (no name) 22:7)
Synonyms
-
bright
-
bright
- εὐάγητος (bright)
- φανός (light, bright, brightness)
- ἀγλαέθειρος (bright-haired)
- πυριλαμπής (bright with fire)
- ἀνθινός (bright-coloured)
- ἀνθηρός (bright-coloured, bright, brightness)
- ὑπέρλαμπρος (exceeding bright)
- φιαρός (shining, bright)
- φωτεινός (shining, bright)
- φαιδρός (bright, beaming)
- στρέπταιγλος (whirling-bright)
- γλαυκός (gleaming, bright.)
- λιπαρόζωνος (bright-girdled)
- πυραυγής (fiery bright)
- φανός (bright, joyous)
- λιπαρόθρονος (bright-throned)
- εὐφεγγής (bright, brilliant)
- φοῖβος (bright, radiant)
-
clear
-
well-known
- κλεινός (famous, renowned, illustrious)
-
bright
-
splendid