λαμπρός
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
λαμπρός
λαμπρή
λαμπρόν
Structure:
λαμπρ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- bright, brilliant, radiant
- bright
- bright, limpid
- clear, sonorous, distinct
- a fresh keen, a fresh, vigorously, vigorously
- clear, manifest, decisive, without concealment
- well-known, illustrious, magnificent, munificent
- bright, joyous
- splendid, brilliant, most splendidly
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὐ γὰρ ἄλλωσ ἱστορίαν ἐπιδείκνυσθαι βουλόμενοσ ἐπεμνήσθην αὐτῶν, ἀλλ’ ὅτι καὶ τῶν μηχανικῶν ἐκείνουσ ἄξιον θαυμάζειν, ὁπόσοι ἐν τῇ θεωρίᾳ λαμπροὶ γενόμενοι καὶ μνημόσυνα ὅμωσ τῆσ τέχνησ καὶ παραδείγματα τοῖσ μετ’ αὐτοὺσ κατέλιπον· (Lucian, (no name) 2:2)
- καὶ μόνην ἐθαύμαζεν ‐ ἀπολιποῦσα τοὺσ ἄλλουσ ὁπόσοι ἐμνήστευόν με πλούσιοι καὶ καλοὶ καὶ λαμπροὶ τὰ προγονικά, τῷ ἀχαρίστῳ τούτῳ ἐμαυτὴν ἐνεγγύησα πένητι καὶ ἀφανεῖ καὶ νέῳ προῖκα οὐ μικρὰν ἐπενεγκαμένη πολλοὺσ καὶ θαυμασίουσ λόγουσ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 27:3)
- τοιοῦτοι καὶ αὐτοί εἰσι, λαμπροὶ καὶ περίβλεπτοι, ἔνδον δὲ ὑπὸ τῇ πορφύρᾳ πολλὴν τὴν τραγῳδίαν σκέποντεσ· (Lucian, De mercede, (no name) 41:5)
- λαμπροὶ γὰρ ἐσ γένοσ γε, χρημάτων δὲ δὴ πένητεσ, ἔνθεν ηὑγένει’ ἀπόλλυται ‐ ὡσ ἀσθενεῖ δοὺσ ἀσθενῆ λάβοι φόβον. (Euripides, episode 2:5)
- τότε, ὦ Ἀθηναῖοι, τότε οἱ μὲν πρότερον ὄντεσ λαμπροὶ διὰ τοὺσ ἡγεμόνασ Λακεδαιμόνιοι καὶ ὑπὸ τοῖσ ἐκείνων ἤθεσι τραφέντεσ ταπεινοὶ πρὸσ τὴν πόλιν ἡμῶν ἧκον, δεόμενοι τῆσ παρὰ τῶν προγόνων ἡμῶν σωτηρίασ, ὁ δὲ καταλυθεὶσ ὑπ’ ἐκείνων δῆμοσ διὰ τοὺσ τότε γενομένουσ παρ’ ἡμῖν συμβούλουσ πάλιν ἡγεμὼν ἦν τῶν Ἑλλήνων, δικαίωσ οἶμαι, στρατηγῶν μὲν τοιούτων τετυχηκὼσ οἱών εἶπον ἀρτίωσ, συμβούλουσ δ’ ἔχων Ἀρχῖνον καὶ Κέφαλον τὸν Κολλυτέα. (Dinarchus, Speeches, 91:1)
Synonyms
-
bright
-
bright
- εὐάγητος (bright)
- φανός (light, bright, brightness)
- ἀγλαέθειρος (bright-haired)
- πυριλαμπής (bright with fire)
- ἀνθινός (bright-coloured)
- ἀνθηρός (bright-coloured, bright, brightness)
- ὑπέρλαμπρος (exceeding bright)
- φιαρός (shining, bright)
- φωτεινός (shining, bright)
- φαιδρός (bright, beaming)
- στρέπταιγλος (whirling-bright)
- γλαυκός (gleaming, bright.)
- λιπαρόζωνος (bright-girdled)
- πυραυγής (fiery bright)
- φανός (bright, joyous)
- λιπαρόθρονος (bright-throned)
- εὐφεγγής (bright, brilliant)
- φοῖβος (bright, radiant)
-
clear
-
well-known
- κλεινός (famous, renowned, illustrious)
-
bright
-
splendid