καταφεύγω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
καταφεύγω
καταφεύξομαι
Structure:
κατα
(Prefix)
+
φεύγ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to flee for refuge, to flee for refuge, to flee and take refuge, to flee for protection
- to escape
- to have recourse to
- to fall back upon, appeal to
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- κόσμον τινὰ προσεῖναι τοῖσ λόγοισ ἐξήλλαττον τὸν ἰδιώτην καὶ κατέφευγον εἰσ τὴν ποιητικὴν φράσιν, μεταφοραῖσ τε πολλαῖσ χρώμενοι καὶ ὑπερβολαῖσ καὶ ταῖσ ἄλλαισ τροπικαῖσ ἰδέαισ, ὀνομάτων τε γλωττηματικῶν καὶ ξένων χρήσει καὶ τῶν οὐκ εἰωθότων σχηματισμῶν τῇ διαλλαγῇ καὶ τῇ ἄλλῃ καινολογίᾳ καταπληττόμενοι τὸν ἰδιώτην. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 3 2:1)
- ἀλλ’ εὐθὺσ εἰσ τὴν γῆν ἀποστρέφοντεσ ἐξέπιπτον οἱ πρῶτοι καὶ κατέφευγον εἰσ τὸ πεζὸν ἐγγὺσ παρατεταγμένον, οἱ δὲ καταλαμβανόμενοι διεφθείροντο μετὰ τῶν νεῶν. (Plutarch, , chapter 12 6:1)
- οὐ γὰρ προσδεχόμενοι μόνον τοὺσ ἡγεμόνασ αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ μεταπεμπόμενοι καὶ καλοῦντεσ ἐνεχείριζον αὑτούσ, οὐδὲ δῆμοι καὶ πόλεισ, ἀλλὰ καὶ βασιλεῖσ ὑφ’ ἑτέρων ἀδικούμενοι βασιλέων κατέφευγον εἰσ τὰσ ἐκείνων χεῖρασ, ὥστε ἐν βραχεῖ χρόνῳ, τάχα που καὶ θεοῦ συνεφαπτομένου, πάντ’ αὐτοῖσ ὑπήκοα γενέσθαι, καὶ αὐτὸσ δὲ μέγιστον ἐφρόνησεν ἐπὶ τῇ τῆσ Ἑλλάδοσ ἐλευθερώσει, ἀνατιθεὶσ γὰρ εἰσ Δελφοὺσ ἀσπίδασ ἀργυρᾶσ καὶ τὸν ἑαυτοῦ θυρεόν ἐπέγραψε· (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 12 5:1)
- ἐλεγχόμενοι γὰρ εἰσ τοὺσ τοῦ νεκροῦ κατέφευγον ὑπομνηματισμούσ. (Plutarch, Antony, chapter 15 3:2)
- οἱ μὲν ἱππεῖσ οἱ παρὰ ἀμφότερα τεταγμένοι τὰ κέρατα προειδότεσ, ἐν οἷσ ἐπλεονέκτουν αὐτοὶ τῶν πολεμίων, εἰσ ταῦτα κατέφευγον, Ῥωμαῖοι μὲν εἰσ τὴν ἐκ χειρὸσ καὶ σταδιαίαν μάχην, τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων ἱππικὸν εἰσ τὰσ περιελάσεισ καὶ τοὺσ ἐξελιγμούσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 20, chapter 2 1:2)
Synonyms
-
to flee for refuge
-
to escape
-
to fall back upon
Derived
- ἀναφεύγω (to flee up, to escape, to disappear gradually)
- ἀποπροφεύγω (to flee away from)
- ἀποφεύγω (to flee from, escape, to get safe away)
- διαφεύγω (to flee through, get away from, escape)
- ἐκπροφεύγω (to flee away from)
- ἐκφεύγω (to flee out or away, escape, to be acquitted)
- ἐμφεύγω (to fly in or into)
- παραφεύγω (to flee close past or beyond)
- περιφεύγω (to flee from, escape from, mocks)
- προκαταφεύγω (to escape to a place of safety before)
- προσφεύγω (to flee for refuge to)
- προφεύγω (to flee forwards, flee away, to flee from)
- συμφεύγω (to flee along with, to be banished along with or together, shared in)
- ὑπεκφεύγω (to flee away or escape secretly, to escape from)
- ὑποφεύγω (to flee from under, shun, to withdraw from)
- φεύγω (to flee)