헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκλείπω

비축약 동사; 천문학 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκλείπω ἐκλείψω ἐξέλιπον ἐκλέλοιπα ἐκλέλειμμαι ἐξελείφθην

형태분석: ἐκ (접두사) + λείπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 떠나다, 지나치다, 가 버리다
  2. 포기하다, 버리다, 그만두다
  3. 중지하다, 멈추다, 끊이다
  4. 실패하다, 열등하다
  5. 실패하다, 실수하다
  6. 죽다, 소멸하다
  7. 기절하다
  8. 출발하다, 떠나다
  9. 머무르다, 남다, 남아있다
  10. (천문학) 가려지다 (일식, 월식 등에 의해 빛이 가려짐)
  1. I leave out, pass over
  2. I forsake, desert, abandon
  3. I leave off, cease
  4. I fail, am wanting, am inferior
  5. I fail (someone)
  6. I die
  7. I faint
  8. I depart
  9. I am left, remain
  10. (astronomy) I am eclipsed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκλείπω

(나는) 떠난다

ἐκλείπεις

(너는) 떠난다

ἐκλείπει

(그는) 떠난다

쌍수 ἐκλείπετον

(너희 둘은) 떠난다

ἐκλείπετον

(그 둘은) 떠난다

복수 ἐκλείπομεν

(우리는) 떠난다

ἐκλείπετε

(너희는) 떠난다

ἐκλείπουσιν*

(그들은) 떠난다

접속법단수 ἐκλείπω

(나는) 떠나자

ἐκλείπῃς

(너는) 떠나자

ἐκλείπῃ

(그는) 떠나자

쌍수 ἐκλείπητον

(너희 둘은) 떠나자

ἐκλείπητον

(그 둘은) 떠나자

복수 ἐκλείπωμεν

(우리는) 떠나자

ἐκλείπητε

(너희는) 떠나자

ἐκλείπωσιν*

(그들은) 떠나자

기원법단수 ἐκλείποιμι

(나는) 떠나기를 (바라다)

ἐκλείποις

(너는) 떠나기를 (바라다)

ἐκλείποι

(그는) 떠나기를 (바라다)

쌍수 ἐκλείποιτον

(너희 둘은) 떠나기를 (바라다)

ἐκλειποίτην

(그 둘은) 떠나기를 (바라다)

복수 ἐκλείποιμεν

(우리는) 떠나기를 (바라다)

ἐκλείποιτε

(너희는) 떠나기를 (바라다)

ἐκλείποιεν

(그들은) 떠나기를 (바라다)

명령법단수 ἐκλείπε

(너는) 떠나라

ἐκλειπέτω

(그는) 떠나라

쌍수 ἐκλείπετον

(너희 둘은) 떠나라

ἐκλειπέτων

(그 둘은) 떠나라

복수 ἐκλείπετε

(너희는) 떠나라

ἐκλειπόντων, ἐκλειπέτωσαν

(그들은) 떠나라

부정사 ἐκλείπειν

떠나는 것

분사 남성여성중성
ἐκλειπων

ἐκλειποντος

ἐκλειπουσα

ἐκλειπουσης

ἐκλειπον

ἐκλειποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκλείπομαι

(나는) 떠나여진다

ἐκλείπει, ἐκλείπῃ

(너는) 떠나여진다

ἐκλείπεται

(그는) 떠나여진다

쌍수 ἐκλείπεσθον

(너희 둘은) 떠나여진다

ἐκλείπεσθον

(그 둘은) 떠나여진다

복수 ἐκλειπόμεθα

(우리는) 떠나여진다

ἐκλείπεσθε

(너희는) 떠나여진다

ἐκλείπονται

(그들은) 떠나여진다

접속법단수 ἐκλείπωμαι

(나는) 떠나여지자

ἐκλείπῃ

(너는) 떠나여지자

ἐκλείπηται

(그는) 떠나여지자

쌍수 ἐκλείπησθον

(너희 둘은) 떠나여지자

ἐκλείπησθον

(그 둘은) 떠나여지자

복수 ἐκλειπώμεθα

(우리는) 떠나여지자

ἐκλείπησθε

(너희는) 떠나여지자

ἐκλείπωνται

(그들은) 떠나여지자

기원법단수 ἐκλειποίμην

(나는) 떠나여지기를 (바라다)

ἐκλείποιο

(너는) 떠나여지기를 (바라다)

ἐκλείποιτο

(그는) 떠나여지기를 (바라다)

쌍수 ἐκλείποισθον

(너희 둘은) 떠나여지기를 (바라다)

ἐκλειποίσθην

(그 둘은) 떠나여지기를 (바라다)

복수 ἐκλειποίμεθα

(우리는) 떠나여지기를 (바라다)

ἐκλείποισθε

(너희는) 떠나여지기를 (바라다)

ἐκλείποιντο

(그들은) 떠나여지기를 (바라다)

명령법단수 ἐκλείπου

(너는) 떠나여져라

ἐκλειπέσθω

(그는) 떠나여져라

쌍수 ἐκλείπεσθον

(너희 둘은) 떠나여져라

ἐκλειπέσθων

(그 둘은) 떠나여져라

복수 ἐκλείπεσθε

(너희는) 떠나여져라

ἐκλειπέσθων, ἐκλειπέσθωσαν

(그들은) 떠나여져라

부정사 ἐκλείπεσθαι

떠나여지는 것

분사 남성여성중성
ἐκλειπομενος

ἐκλειπομενου

ἐκλειπομενη

ἐκλειπομενης

ἐκλειπομενον

ἐκλειπομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξέλειπον

(나는) 떠나고 있었다

ἐξέλειπες

(너는) 떠나고 있었다

ἐξέλειπεν*

(그는) 떠나고 있었다

쌍수 ἐξελείπετον

(너희 둘은) 떠나고 있었다

ἐξελειπέτην

(그 둘은) 떠나고 있었다

복수 ἐξελείπομεν

(우리는) 떠나고 있었다

ἐξελείπετε

(너희는) 떠나고 있었다

ἐξέλειπον

(그들은) 떠나고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξελειπόμην

(나는) 떠나여지고 있었다

ἐξελείπου

(너는) 떠나여지고 있었다

ἐξελείπετο

(그는) 떠나여지고 있었다

쌍수 ἐξελείπεσθον

(너희 둘은) 떠나여지고 있었다

ἐξελειπέσθην

(그 둘은) 떠나여지고 있었다

복수 ἐξελειπόμεθα

(우리는) 떠나여지고 있었다

ἐξελείπεσθε

(너희는) 떠나여지고 있었다

ἐξελείποντο

(그들은) 떠나여지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξέλιπον

(나는) 떠났다

ἐξέλιπες

(너는) 떠났다

ἐξέλιπεν*

(그는) 떠났다

쌍수 ἐξελίπετον

(너희 둘은) 떠났다

ἐξελιπέτην

(그 둘은) 떠났다

복수 ἐξελίπομεν

(우리는) 떠났다

ἐξελίπετε

(너희는) 떠났다

ἐξέλιπον

(그들은) 떠났다

명령법단수 ἐκλίπε

(너는) 떠났어라

ἐκλιπέτω

(그는) 떠났어라

쌍수 ἐκλίπετον

(너희 둘은) 떠났어라

ἐκλιπέτων

(그 둘은) 떠났어라

복수 ἐκλίπετε

(너희는) 떠났어라

ἐκλιπόντων

(그들은) 떠났어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶθ’ οὗ μὲν ἦν παρ’ ἐμοῦ δίκην κατὰ τοὺσ νόμουσ ὑπὲρ τούτων λαβεῖν, εἴπερ ἠδίκουν, ἐξέλειπεσ, ἐν ταῖσ εὐθύναισ, ἐν ταῖσ γραφαῖσ, ἐν ταῖσ ἄλλαισ κρίσεσιν· (Demosthenes, Speeches 11-20, 182:6)

    (데모스테네스, Speeches 11-20, 182:6)

유의어

  1. 떠나다

  2. 포기하다

  3. 중지하다

  4. 실패하다

  5. 실패하다

  6. 죽다

  7. 기절하다

  8. 출발하다

  9. 머무르다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION