헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσλείπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσλείπω προσλείψω

형태분석: προς (접두사) + λείπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 부족하다, 모자라다
  1. to be lacking

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσλείπω

(나는) 부족하다

προσλείπεις

(너는) 부족하다

προσλείπει

(그는) 부족하다

쌍수 προσλείπετον

(너희 둘은) 부족하다

προσλείπετον

(그 둘은) 부족하다

복수 προσλείπομεν

(우리는) 부족하다

προσλείπετε

(너희는) 부족하다

προσλείπουσιν*

(그들은) 부족하다

접속법단수 προσλείπω

(나는) 부족하자

προσλείπῃς

(너는) 부족하자

προσλείπῃ

(그는) 부족하자

쌍수 προσλείπητον

(너희 둘은) 부족하자

προσλείπητον

(그 둘은) 부족하자

복수 προσλείπωμεν

(우리는) 부족하자

προσλείπητε

(너희는) 부족하자

προσλείπωσιν*

(그들은) 부족하자

기원법단수 προσλείποιμι

(나는) 부족하기를 (바라다)

προσλείποις

(너는) 부족하기를 (바라다)

προσλείποι

(그는) 부족하기를 (바라다)

쌍수 προσλείποιτον

(너희 둘은) 부족하기를 (바라다)

προσλειποίτην

(그 둘은) 부족하기를 (바라다)

복수 προσλείποιμεν

(우리는) 부족하기를 (바라다)

προσλείποιτε

(너희는) 부족하기를 (바라다)

προσλείποιεν

(그들은) 부족하기를 (바라다)

명령법단수 προσλείπε

(너는) 부족해라

προσλειπέτω

(그는) 부족해라

쌍수 προσλείπετον

(너희 둘은) 부족해라

προσλειπέτων

(그 둘은) 부족해라

복수 προσλείπετε

(너희는) 부족해라

προσλειπόντων, προσλειπέτωσαν

(그들은) 부족해라

부정사 προσλείπειν

부족하는 것

분사 남성여성중성
προσλειπων

προσλειποντος

προσλειπουσα

προσλειπουσης

προσλειπον

προσλειποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσλείπομαι

(나는) 부족해지다

προσλείπει, προσλείπῃ

(너는) 부족해지다

προσλείπεται

(그는) 부족해지다

쌍수 προσλείπεσθον

(너희 둘은) 부족해지다

προσλείπεσθον

(그 둘은) 부족해지다

복수 προσλειπόμεθα

(우리는) 부족해지다

προσλείπεσθε

(너희는) 부족해지다

προσλείπονται

(그들은) 부족해지다

접속법단수 προσλείπωμαι

(나는) 부족해지자

προσλείπῃ

(너는) 부족해지자

προσλείπηται

(그는) 부족해지자

쌍수 προσλείπησθον

(너희 둘은) 부족해지자

προσλείπησθον

(그 둘은) 부족해지자

복수 προσλειπώμεθα

(우리는) 부족해지자

προσλείπησθε

(너희는) 부족해지자

προσλείπωνται

(그들은) 부족해지자

기원법단수 προσλειποίμην

(나는) 부족해지기를 (바라다)

προσλείποιο

(너는) 부족해지기를 (바라다)

προσλείποιτο

(그는) 부족해지기를 (바라다)

쌍수 προσλείποισθον

(너희 둘은) 부족해지기를 (바라다)

προσλειποίσθην

(그 둘은) 부족해지기를 (바라다)

복수 προσλειποίμεθα

(우리는) 부족해지기를 (바라다)

προσλείποισθε

(너희는) 부족해지기를 (바라다)

προσλείποιντο

(그들은) 부족해지기를 (바라다)

명령법단수 προσλείπου

(너는) 부족해져라

προσλειπέσθω

(그는) 부족해져라

쌍수 προσλείπεσθον

(너희 둘은) 부족해져라

προσλειπέσθων

(그 둘은) 부족해져라

복수 προσλείπεσθε

(너희는) 부족해져라

προσλειπέσθων, προσλειπέσθωσαν

(그들은) 부족해져라

부정사 προσλείπεσθαι

부족해지는 것

분사 남성여성중성
προσλειπομενος

προσλειπομενου

προσλειπομενη

προσλειπομενης

προσλειπομενον

προσλειπομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσλείψω

(나는) 부족하겠다

προσλείψεις

(너는) 부족하겠다

προσλείψει

(그는) 부족하겠다

쌍수 προσλείψετον

(너희 둘은) 부족하겠다

προσλείψετον

(그 둘은) 부족하겠다

복수 προσλείψομεν

(우리는) 부족하겠다

προσλείψετε

(너희는) 부족하겠다

προσλείψουσιν*

(그들은) 부족하겠다

기원법단수 προσλείψοιμι

(나는) 부족하겠기를 (바라다)

προσλείψοις

(너는) 부족하겠기를 (바라다)

προσλείψοι

(그는) 부족하겠기를 (바라다)

쌍수 προσλείψοιτον

(너희 둘은) 부족하겠기를 (바라다)

προσλειψοίτην

(그 둘은) 부족하겠기를 (바라다)

복수 προσλείψοιμεν

(우리는) 부족하겠기를 (바라다)

προσλείψοιτε

(너희는) 부족하겠기를 (바라다)

προσλείψοιεν

(그들은) 부족하겠기를 (바라다)

부정사 προσλείψειν

부족할 것

분사 남성여성중성
προσλειψων

προσλειψοντος

προσλειψουσα

προσλειψουσης

προσλειψον

προσλειψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσλείψομαι

(나는) 부족해지겠다

προσλείψει, προσλείψῃ

(너는) 부족해지겠다

προσλείψεται

(그는) 부족해지겠다

쌍수 προσλείψεσθον

(너희 둘은) 부족해지겠다

προσλείψεσθον

(그 둘은) 부족해지겠다

복수 προσλειψόμεθα

(우리는) 부족해지겠다

προσλείψεσθε

(너희는) 부족해지겠다

προσλείψονται

(그들은) 부족해지겠다

기원법단수 προσλειψοίμην

(나는) 부족해지겠기를 (바라다)

προσλείψοιο

(너는) 부족해지겠기를 (바라다)

προσλείψοιτο

(그는) 부족해지겠기를 (바라다)

쌍수 προσλείψοισθον

(너희 둘은) 부족해지겠기를 (바라다)

προσλειψοίσθην

(그 둘은) 부족해지겠기를 (바라다)

복수 προσλειψοίμεθα

(우리는) 부족해지겠기를 (바라다)

προσλείψοισθε

(너희는) 부족해지겠기를 (바라다)

προσλείψοιντο

(그들은) 부족해지겠기를 (바라다)

부정사 προσλείψεσθαι

부족해질 것

분사 남성여성중성
προσλειψομενος

προσλειψομενου

προσλειψομενη

προσλειψομενης

προσλειψομενον

προσλειψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέλειπον

(나는) 부족하고 있었다

προσέλειπες

(너는) 부족하고 있었다

προσέλειπεν*

(그는) 부족하고 있었다

쌍수 προσελείπετον

(너희 둘은) 부족하고 있었다

προσελειπέτην

(그 둘은) 부족하고 있었다

복수 προσελείπομεν

(우리는) 부족하고 있었다

προσελείπετε

(너희는) 부족하고 있었다

προσέλειπον

(그들은) 부족하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσελειπόμην

(나는) 부족해지고 있었다

προσελείπου

(너는) 부족해지고 있었다

προσελείπετο

(그는) 부족해지고 있었다

쌍수 προσελείπεσθον

(너희 둘은) 부족해지고 있었다

προσελειπέσθην

(그 둘은) 부족해지고 있었다

복수 προσελειπόμεθα

(우리는) 부족해지고 있었다

προσελείπεσθε

(너희는) 부족해지고 있었다

προσελείποντο

(그들은) 부족해지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 부족하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION