Ancient Greek-English Dictionary Language

διαλύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαλύω διαλύσω διαλέλυμαι

Structure: δι (Prefix) + ἀλύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to loose one from another, to part asunder, undo, to dissolve, to break up, to disband, to break up, to die
  2. to dissolve, to break up
  3. to put an end to, break off
  4. to put an end
  5. to reconcile, to be parted, to be reconciled
  6. to put an end to, do away with
  7. to solve
  8. to pay the full value, discharge, to pay, off
  9. to slacken one's hold, undo

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλύω διαλύεις διαλύει
Dual διαλύετον διαλύετον
Plural διαλύομεν διαλύετε διαλύουσιν*
SubjunctiveSingular διαλύω διαλύῃς διαλύῃ
Dual διαλύητον διαλύητον
Plural διαλύωμεν διαλύητε διαλύωσιν*
OptativeSingular διαλύοιμι διαλύοις διαλύοι
Dual διαλύοιτον διαλυοίτην
Plural διαλύοιμεν διαλύοιτε διαλύοιεν
ImperativeSingular διάλυε διαλυέτω
Dual διαλύετον διαλυέτων
Plural διαλύετε διαλυόντων, διαλυέτωσαν
Infinitive διαλύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλυων διαλυοντος διαλυουσα διαλυουσης διαλυον διαλυοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλύομαι διαλύει, διαλύῃ διαλύεται
Dual διαλύεσθον διαλύεσθον
Plural διαλυόμεθα διαλύεσθε διαλύονται
SubjunctiveSingular διαλύωμαι διαλύῃ διαλύηται
Dual διαλύησθον διαλύησθον
Plural διαλυώμεθα διαλύησθε διαλύωνται
OptativeSingular διαλυοίμην διαλύοιο διαλύοιτο
Dual διαλύοισθον διαλυοίσθην
Plural διαλυοίμεθα διαλύοισθε διαλύοιντο
ImperativeSingular διαλύου διαλυέσθω
Dual διαλύεσθον διαλυέσθων
Plural διαλύεσθε διαλυέσθων, διαλυέσθωσαν
Infinitive διαλύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλυομενος διαλυομενου διαλυομενη διαλυομενης διαλυομενον διαλυομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • χωρεῖτέ νυν ἕκαστοσ οἷ προστάσσομεν, νείκασ τε διαλύεσθε. (Euripides, episode, iambic 5:10)
  • "ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων αὐτοὶ διαλύεσθε πρὸσ αὑτούσ, ὦ ξένε· (Plutarch, De genio Socratis, section 162)

Synonyms

  1. to dissolve

  2. to put an end to

  3. to put an end

  4. to reconcile

  5. to put an end to

  6. to solve

  7. to pay the full value

  8. to slacken one's hold

Related

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION