Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιαλύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνδιαλύω συνδιαλύσω

Structure: συν (Prefix) + διαλύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to help in putting an end to
  2. to help in reconciling
  3. to help to pay

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιαλύω συνδιαλύεις συνδιαλύει
Dual συνδιαλύετον συνδιαλύετον
Plural συνδιαλύομεν συνδιαλύετε συνδιαλύουσιν*
SubjunctiveSingular συνδιαλύω συνδιαλύῃς συνδιαλύῃ
Dual συνδιαλύητον συνδιαλύητον
Plural συνδιαλύωμεν συνδιαλύητε συνδιαλύωσιν*
OptativeSingular συνδιαλύοιμι συνδιαλύοις συνδιαλύοι
Dual συνδιαλύοιτον συνδιαλυοίτην
Plural συνδιαλύοιμεν συνδιαλύοιτε συνδιαλύοιεν
ImperativeSingular συνδιάλυε συνδιαλυέτω
Dual συνδιαλύετον συνδιαλυέτων
Plural συνδιαλύετε συνδιαλυόντων, συνδιαλυέτωσαν
Infinitive συνδιαλύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιαλυων συνδιαλυοντος συνδιαλυουσα συνδιαλυουσης συνδιαλυον συνδιαλυοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιαλύομαι συνδιαλύει, συνδιαλύῃ συνδιαλύεται
Dual συνδιαλύεσθον συνδιαλύεσθον
Plural συνδιαλυόμεθα συνδιαλύεσθε συνδιαλύονται
SubjunctiveSingular συνδιαλύωμαι συνδιαλύῃ συνδιαλύηται
Dual συνδιαλύησθον συνδιαλύησθον
Plural συνδιαλυώμεθα συνδιαλύησθε συνδιαλύωνται
OptativeSingular συνδιαλυοίμην συνδιαλύοιο συνδιαλύοιτο
Dual συνδιαλύοισθον συνδιαλυοίσθην
Plural συνδιαλυοίμεθα συνδιαλύοισθε συνδιαλύοιντο
ImperativeSingular συνδιαλύου συνδιαλυέσθω
Dual συνδιαλύεσθον συνδιαλυέσθων
Plural συνδιαλύεσθε συνδιαλυέσθων, συνδιαλυέσθωσαν
Infinitive συνδιαλύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιαλυομενος συνδιαλυομενου συνδιαλυομενη συνδιαλυομενης συνδιαλυομενον συνδιαλυομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιαλύσω συνδιαλύσεις συνδιαλύσει
Dual συνδιαλύσετον συνδιαλύσετον
Plural συνδιαλύσομεν συνδιαλύσετε συνδιαλύσουσιν*
OptativeSingular συνδιαλύσοιμι συνδιαλύσοις συνδιαλύσοι
Dual συνδιαλύσοιτον συνδιαλυσοίτην
Plural συνδιαλύσοιμεν συνδιαλύσοιτε συνδιαλύσοιεν
Infinitive συνδιαλύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιαλυσων συνδιαλυσοντος συνδιαλυσουσα συνδιαλυσουσης συνδιαλυσον συνδιαλυσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιαλύσομαι συνδιαλύσει, συνδιαλύσῃ συνδιαλύσεται
Dual συνδιαλύσεσθον συνδιαλύσεσθον
Plural συνδιαλυσόμεθα συνδιαλύσεσθε συνδιαλύσονται
OptativeSingular συνδιαλυσοίμην συνδιαλύσοιο συνδιαλύσοιτο
Dual συνδιαλύσοισθον συνδιαλυσοίσθην
Plural συνδιαλυσοίμεθα συνδιαλύσοισθε συνδιαλύσοιντο
Infinitive συνδιαλύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιαλυσομενος συνδιαλυσομενου συνδιαλυσομενη συνδιαλυσομενης συνδιαλυσομενον συνδιαλυσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to help in putting an end to

  2. to help in reconciling

  3. to help to pay

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION