- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγορά?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: agorā 고전 발음: [아고라:] 신약 발음: [아고라]

기본형: ἀγορά ἀγορᾶς

형태분석: ἀγορ (어간) + α (어미)

어원: ἀγείρω

  1. 국회, 집회
  2. 집회장, 광장
  3. 연설
  4. 장, 시장
  5. 식량, 물품, 판매 물품
  6. 판매
  7. 정오, 장이 열리는 시간
  1. assembly, especially an assembly of the people (as opposed to a council, βουλή ‎(boulḗ))
  2. the place of assembly
  3. speech
  4. market
  5. things sold at market, provisions, supplies
  6. sale
  7. the time of market: midday

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀγορά

국회가

ἀγορά

국회들이

ἀγοραί

국회들이

속격 ἀγορᾶς

국회의

ἀγοραῖν

국회들의

ἀγορῶν

국회들의

여격 ἀγορᾷ

국회에게

ἀγοραῖν

국회들에게

ἀγοραῖς

국회들에게

대격 ἀγοράν

국회를

ἀγορά

국회들을

ἀγοράς

국회들을

호격 ἀγορά

국회야

ἀγορά

국회들아

ἀγοραί

국회들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐλθὼν εἶπε. πάτερ, εἷς ἐκ τοῦ γένους ἡμῶν ἐστραγγαλωμένος ἔρριπται ἐν τῇ ἀγορᾷ. (Septuagint, Liber Thobis 2:3)

    (70인역 성경, 토빗기 2:3)

  • καὶ κλείσουσι θύρας ἐν ἀγορᾷ, ἐν ἀσθενείᾳ φωνῆς τῆς ἀληθούσης, καὶ ἀναστήσεται εἰς φωνὴν τοῦ στρουθίου, καὶ ταπεινωθήσονται πᾶσαι αἱ θυγατέρες τοῦ ᾄσματος. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 12:4)

    (70인역 성경, 코헬렛 12:4)

  • καὶ ἀπὸ ὕψους ὄψονται, καὶ θάμβοι ἐν τῇ ὁδῷ. καὶ ἀνθήσῃ τὸ ἀμύγδαλον, καὶ παχυνθῇ ἡ ἀκρίς, καὶ διασκεδασθῇ ἡ κάππαρις, ὅτι ἐπορεύθη ὁ ἄνθρωπος εἰς οἶκον αἰῶνος αὐτοῦ, καὶ ἐκύκλωσαν ἐν ἀγορᾷ οἱ κοπτόμενοι. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 12:5)

    (70인역 성경, 코헬렛 12:5)

  • ἀναστήσομαι δὴ καὶ κυκλώσω ἐν τῇ πόλει, ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ ἐν ταῖς πλατείαις, καὶ ζητήσω ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου. ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν. (Septuagint, Canticum Canticorum 3:2)

    (70인역 성경, 아가 3:2)

  • ὡς εἴ γε τὸ κεκτῆσθαι τὰ βιβλία καὶ πεπαιδευμένον ἀπέφαινε τὸν ἔχοντα, πολλοῦ ἂν ὡς ἀληθῶς τὸ κτῆμα ἦν ἄξιον καὶ μόνων ὑμῶν τῶν πλουσίων, εἰ ὥσπερ ἐξ ἀγορᾶς ἦν πριάσθαι τοὺς πένητας ἡμᾶς ὑπερβάλλοντας. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 4:6)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 4:6)

  • ἐπεὶ δέ ποτε καὶ χρυσοῦν δακτύλιον ὁδῷ βαδίζων εὑρ῀εν, γραμματεῖον ἐν ἀγορᾷ προθεὶς ἠξίου τὸν ἀπολέσαντα, ὅστις εἰή τοῦ δακτυλίου δεσπότης, ἥκειν καὶ εἰπόντα ὁλκὴν αὐτοῦ καὶ λίθον καὶ τύπον ἀπολαμβάνειν: (Lucian, (no name) 17:1)

    (루키아노스, (no name) 17:1)

  • σὺ μὲν κήρυττε καταπτάμενος ὅτι ἀγορὰ δικῶν ἔσται κατὰ τάδε. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 4:11)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 4:11)

유의어

  1. 국회

  2. 집회장

  3. 연설

  4. 식량

  5. 판매

  6. 정오

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION