헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔλαιον

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἔλαιον ἐλαίου

형태분석: ἐλαι (어간) + ον (어미)

어원: e)lai/a

  1. 올리브 기름
  1. olive oil, commonly used as an anointing oil
  2. any oily substance
  3. (at Athens) the oil market

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἔλαιον

올리브 기름이

ἐλαίω

올리브 기름들이

έ̓λαια

올리브 기름들이

속격 ἐλαίου

올리브 기름의

ἐλαίοιν

올리브 기름들의

ἐλαίων

올리브 기름들의

여격 ἐλαίῳ

올리브 기름에게

ἐλαίοιν

올리브 기름들에게

ἐλαίοις

올리브 기름들에게

대격 ἔλαιον

올리브 기름을

ἐλαίω

올리브 기름들을

έ̓λαια

올리브 기름들을

호격 έ̓λαιον

올리브 기름아

ἐλαίω

올리브 기름들아

έ̓λαια

올리브 기름들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀνέστη Ἰακὼβ τὸ πρωί̈ καὶ ἔλαβε τὸν λίθον, ὃν ὑπέθηκεν ἐκεῖ πρὸσ κεφαλῆσ αὐτοῦ, καὶ ἔστησεν αὐτὸν στήλην καὶ ἐπέχεεν ἔλαιον ἐπὶ τὸ ἄκρον αὐτῆσ. (Septuagint, Liber Genesis 28:18)

    (70인역 성경, 창세기 28:18)

  • καὶ ἔστησεν Ἰακὼβ στήλην ἐν τῷ τόπῳ, ᾧ ἐλάλησε μετ̓ αὐτοῦ ὁ Θεόσ, στήλην λιθίνην, καὶ ἔσπεισεν ἐπ̓ αὐτὴν σπονδὴν καὶ ἐπέχεεν ἐπ̓ αὐτὴν ἔλαιον. (Septuagint, Liber Genesis 35:14)

    (70인역 성경, 창세기 35:14)

  • Καὶ σὺ σύνταξον τοῖσ υἱοῖσ Ἰσραὴλ καὶ λαβέτωσάν σοι ἔλαιον ἐξ ἐλαιῶν ἄτρυγον καθαρὸν κεκομμένον εἰσ φῶσ καῦσαι, ἵνα καίηται λύχνοσ διαπαντόσ. (Septuagint, Liber Exodus 27:20)

    (70인역 성경, 탈출기 27:20)

  • καὶ ἄρτουσ ἀζύμουσ πεφυραμένουσ ἐν ἐλαίῳ καὶ λάγανα ἄζυμα κεχρισμένα ἐν ἐλαίῳ. σεμίδαλιν ἐκ πυρῶν ποιήσεισ αὐτά. (Septuagint, Liber Exodus 29:2)

    (70인역 성경, 탈출기 29:2)

  • καὶ ἴρεωσ πεντακοσίουσ σίκλουσ τοῦ ἁγίου καὶ ἔλαιον ἐξ ἐλαιῶν εἲν (Septuagint, Liber Exodus 30:24)

    (70인역 성경, 탈출기 30:24)

  • καὶ ποιήσεισ αὐτὸ ἔλαιον χρῖσμα ἅγιον, μύρον μυρεψικὸν τέχνῃ μυρεψοῦ. ἔλαιον χρῖσμα ἅγιον ἔσται. (Septuagint, Liber Exodus 30:25)

    (70인역 성경, 탈출기 30:25)

유의어

  1. the oil market

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION