Ancient Greek-English Dictionary Language

προκαταλαμβάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προκαταλαμβάνω προκαταλήψομαι

Structure: προ (Prefix) + κατα (Prefix) + λαμβάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to seize beforehand, preoccupy, to be preoccupied
  2. to anticipate, frustrate, to anticipate or surprise
  3. to overpower before

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαταλαμβάνω προκαταλαμβάνεις προκαταλαμβάνει
Dual προκαταλαμβάνετον προκαταλαμβάνετον
Plural προκαταλαμβάνομεν προκαταλαμβάνετε προκαταλαμβάνουσιν*
SubjunctiveSingular προκαταλαμβάνω προκαταλαμβάνῃς προκαταλαμβάνῃ
Dual προκαταλαμβάνητον προκαταλαμβάνητον
Plural προκαταλαμβάνωμεν προκαταλαμβάνητε προκαταλαμβάνωσιν*
OptativeSingular προκαταλαμβάνοιμι προκαταλαμβάνοις προκαταλαμβάνοι
Dual προκαταλαμβάνοιτον προκαταλαμβανοίτην
Plural προκαταλαμβάνοιμεν προκαταλαμβάνοιτε προκαταλαμβάνοιεν
ImperativeSingular προκαταλάμβανε προκαταλαμβανέτω
Dual προκαταλαμβάνετον προκαταλαμβανέτων
Plural προκαταλαμβάνετε προκαταλαμβανόντων, προκαταλαμβανέτωσαν
Infinitive προκαταλαμβάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαταλαμβανων προκαταλαμβανοντος προκαταλαμβανουσα προκαταλαμβανουσης προκαταλαμβανον προκαταλαμβανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαταλαμβάνομαι προκαταλαμβάνει, προκαταλαμβάνῃ προκαταλαμβάνεται
Dual προκαταλαμβάνεσθον προκαταλαμβάνεσθον
Plural προκαταλαμβανόμεθα προκαταλαμβάνεσθε προκαταλαμβάνονται
SubjunctiveSingular προκαταλαμβάνωμαι προκαταλαμβάνῃ προκαταλαμβάνηται
Dual προκαταλαμβάνησθον προκαταλαμβάνησθον
Plural προκαταλαμβανώμεθα προκαταλαμβάνησθε προκαταλαμβάνωνται
OptativeSingular προκαταλαμβανοίμην προκαταλαμβάνοιο προκαταλαμβάνοιτο
Dual προκαταλαμβάνοισθον προκαταλαμβανοίσθην
Plural προκαταλαμβανοίμεθα προκαταλαμβάνοισθε προκαταλαμβάνοιντο
ImperativeSingular προκαταλαμβάνου προκαταλαμβανέσθω
Dual προκαταλαμβάνεσθον προκαταλαμβανέσθων
Plural προκαταλαμβάνεσθε προκαταλαμβανέσθων, προκαταλαμβανέσθωσαν
Infinitive προκαταλαμβάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαταλαμβανομενος προκαταλαμβανομενου προκαταλαμβανομενη προκαταλαμβανομενης προκαταλαμβανομενον προκαταλαμβανομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Τῌ δ̓ ἐπαύριον παρήγγειλεν Ὀλοφέρνησ πάσῃ τῇ στρατιᾷ αὐτοῦ καὶ παντὶ τῷ λαῷ αὐτοῦ, οἳ παρεγένοντο ἐπὶ τὴν συμμαχίαν αὐτοῦ, ἀναζευγνύειν ἐπὶ Βαιτυλούα καὶ τὰσ ἀναβάσεισ τῆσ ὀρεινῆσ προκαταλαμβάνεσθαι καὶ ποιεῖν πόλεμον πρὸσ τοὺσ υἱοὺσ Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Iudith 7:1)
  • τούτουσ Ἀντίγονοσ πεῖσαι μὲν ἢ δωροδοκεῖν ἀγεννὲσ ἡγεῖτο, τηλικαύτησ αὐτῷ δυνάμεωσ συνακολουθούσησ, προχειρισάμενοσ δὲ τῶν πελταστῶν τοὺσ ἐπισημοτάτουσ καὶ τοὺσ τοξότασ καὶ τοὺσ σφενδονήτασ καὶ τοὺσ ἄλλουσ ψιλοὺσ εἰσ δύο μέρη διελόμενοσ τοὺσ μὲν Νεάρχῳ παρέδωκε, προστάξασ προάγειν καὶ τὰ στενὰ καὶ τὰσ δυσχωρίασ προκαταλαμβάνεσθαι, τοὺσ δὲ ἄλλουσ παρ’ ὅλην τὴν ὁδὸν τάξασ αὐτὸσ μὲν μετὰ τῆσ φάλαγγοσ προῆγεν, ἐπὶ δὲ τῆσ οὐραγίασ ἔταξε Πίθωνα. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 19 4:1)
  • οἱ δὲ Κελτοὶ τὸ μὲν πρῶτον τὴν παρουσίαν τῶν περὶ τὸν Ἀτίλιον ἀγνοοῦντεσ, ἐκ δὲ τοῦ συμβαίνοντοσ ὑπολαμβάνοντεσ τοὺσ περὶ τὸν Αἰμίλιον περιπεπορεῦσθαι τὴν νύκτα τοῖσ ἱππεῦσι καὶ προκαταλαμβάνεσθαι τοὺσ τόπουσ, εὐθέωσ ἐξαπέστελλον τοὺσ παρ’ αὑτῶν ἱππεῖσ καί τινασ τῶν εὐζώνων, ἀντιποιησομένουσ τῶν κατὰ τὸν βουνὸν τόπων. (Polybius, Histories, book 2, chapter 27 6:1)
  • τότε δὲ τῷ πλήθει τῆσ δυνάμεωσ καὶ τῷ προκαταλαμβάνεσθαι τοὺσ εὐκαίρουσ τόπουσ καθίκετο τῆσ ἐπιβολῆσ καὶ πέρασ ἐκβαλὼν τοὺσ Μεγαλοπολίτασ κατέσχε τὴν πόλιν. (Polybius, Histories, book 2, chapter 55 6:1)

Synonyms

  1. to overpower before

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION