헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταβαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταβαίνω μεταβήσομαι μετέβην μεταβέβηκα

형태분석: μετα (접두사) + βαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 바꾸다, 변하다, 달라지다
  1. to pass over from one place to another, had passed over, to go over to the other side
  2. to pass from one point to another, change thy theme, changing their course, turning round
  3. having passed to another
  4. to carry over, to change

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταβαίνω

μεταβαίνεις

μεταβαίνει

쌍수 μεταβαίνετον

μεταβαίνετον

복수 μεταβαίνομεν

μεταβαίνετε

μεταβαίνουσιν*

접속법단수 μεταβαίνω

μεταβαίνῃς

μεταβαίνῃ

쌍수 μεταβαίνητον

μεταβαίνητον

복수 μεταβαίνωμεν

μεταβαίνητε

μεταβαίνωσιν*

기원법단수 μεταβαίνοιμι

μεταβαίνοις

μεταβαίνοι

쌍수 μεταβαίνοιτον

μεταβαινοίτην

복수 μεταβαίνοιμεν

μεταβαίνοιτε

μεταβαίνοιεν

명령법단수 μεταβαίνε

μεταβαινέτω

쌍수 μεταβαίνετον

μεταβαινέτων

복수 μεταβαίνετε

μεταβαινόντων, μεταβαινέτωσαν

부정사 μεταβαίνειν

분사 남성여성중성
μεταβαινων

μεταβαινοντος

μεταβαινουσα

μεταβαινουσης

μεταβαινον

μεταβαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταβαίνομαι

μεταβαίνει, μεταβαίνῃ

μεταβαίνεται

쌍수 μεταβαίνεσθον

μεταβαίνεσθον

복수 μεταβαινόμεθα

μεταβαίνεσθε

μεταβαίνονται

접속법단수 μεταβαίνωμαι

μεταβαίνῃ

μεταβαίνηται

쌍수 μεταβαίνησθον

μεταβαίνησθον

복수 μεταβαινώμεθα

μεταβαίνησθε

μεταβαίνωνται

기원법단수 μεταβαινοίμην

μεταβαίνοιο

μεταβαίνοιτο

쌍수 μεταβαίνοισθον

μεταβαινοίσθην

복수 μεταβαινοίμεθα

μεταβαίνοισθε

μεταβαίνοιντο

명령법단수 μεταβαίνου

μεταβαινέσθω

쌍수 μεταβαίνεσθον

μεταβαινέσθων

복수 μεταβαίνεσθε

μεταβαινέσθων, μεταβαινέσθωσαν

부정사 μεταβαίνεσθαι

분사 남성여성중성
μεταβαινομενος

μεταβαινομενου

μεταβαινομενη

μεταβαινομενης

μεταβαινομενον

μεταβαινομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μία δὲ οὖσα πάντα δύναται καὶ μένουσα ἐν αὐτῇ τὰ πάντα καινίζει καὶ κατὰ γενεὰσ εἰσ ψυχὰσ ὁσίασ μεταβαίνουσα φίλουσ Θεοῦ καὶ προφήτασ κατασκευάζει. (Septuagint, Liber Sapientiae 7:27)

    (70인역 성경, 지혜서 7:27)

  • καὶ ἡ μῖξισ δὲ καὶ ἡ ἁρμογὴ τῶν σωμάτων, καθ̓ ὃ συνάπτεται καὶ συνδεῖται τῷ γυναικείῳ τὸ ἱππικόν, ἠρέμα καὶ οὐκ ἀθρόωσ μεταβαίνουσα καὶ ἐκ προσαγωγῆσ τρεπομένη λανθάνει τὴν ὄψιν ἐκ θατέρου εἰσ τὸ ἕτερον ὑπαγομένη. (Lucian, Zeuxis 11:4)

    (루키아노스, Zeuxis 11:4)

  • ἡ δὲ διὰ πάντων αὐτῶν διαγωγή, ἄνω καὶ κάτω μεταβαίνουσα ἐφ’ ἕκαστον, μόγισ ἐπιστήμην ἐνέτεκεν εὖ πεφυκότοσ εὖ πεφυκότι· (Plato, Epistles, Letter 7 131:1)

    (플라톤, Epistles, Letter 7 131:1)

유의어

  1. to pass over from one place to another

  2. having passed to another

  3. 바꾸다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION