καταστρέφω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: katastrephō
고전 발음: [까따스뜨레포:]
신약 발음: [까따스뜨래포]
기본형:
καταστρέφω
καταστρέψω
형태분석:
κατα
(접두사)
+
στρέφ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 전복시키다, 뒤엎다, 흥분시키다
- 제압하다, 정복하다, 압도하다, 길들이다
- 뒤돌다, 도로 가져놓다, 되나르다
- 죽다, 소멸하다, 돌아가시다, 끝나다, 숨지다
- to turn down, trample on, to turn the soil
- to upset, overturn
- to subject to oneself, to subdue, subdued and made
- to be subdued, am constrained to
- to turn back, bring back
- to turn round, bring to an end, to come to an end, die
- to twist up, a close periodic
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐ γὰρ ἀνῆκεν ἐκ τῆς Ἑλλάδος ἀπηλλαγμένον, ἀλλ ὥσπερ ἐκ ποδὸς διώκων, πρὶν διαπνεῦσαι καὶ στῆναι τοὺς βαρβάρους, τὰ μὲν ἐπόρθει καὶ κατεστρέφετο, τὰ δὲ ἀφίστη καὶ προσήγετο τοῖς Ἕλλησιν, ὥστε τὴν ἀπ Ιὠνίας Ἀσίαν ἄχρι Παμφυλίας παντάπασι Περσικῶν ὅπλων ἐρημῶσαι. (Plutarch, , chapter 12 1:2)
(플루타르코스, , chapter 12 1:2)
- τοῦ δὲ πένθους παρηγορίᾳ τῷ πολέμῳ χρώμενος, ὥσπερ ἐπὶ θήραν καὶ κυνηγέσιον ἀνθρώπων ἐξῆλθε καὶ τὸ Κοσσαίων ἔθνος κατεστρέφετο, πάντας ἡβηδὸν ἀποσφάττων: (Plutarch, Alexander, chapter 72 3:1)
(플루타르코스, Alexander, chapter 72 3:1)
- Οὐεντίδιος δὲ Πάρθους μὲν προσωτέρω διώκειν ἀπέγνω, φθόνον Ἀντωνίου δείσας, τοὺς δὲ ἀφεστῶτας ἐπιὼν κατεστρέφετο καὶ τὸν Κομμαγηνὸν Ἀντίοχον ἐν πόλει Σαμοσάτοις ἐπολιόρκει. (Plutarch, Antony, chapter 34 2:2)
(플루타르코스, Antony, chapter 34 2:2)
- ἁψαμένῳ δὲ αὐτῷ Σικελίας ἃ μὲν ἤλπισεν εὐθὺς ἀπήντα βέβαια, καὶ παρεῖχον αἱ πόλεις ἑαυτὰς προθύμως, τῶν δὲ ἀγῶνος καὶ βίας δεηθέντων οὐδὲν ἀντεῖχε τὸ πρῶτον, ἀλλὰ τρισμυρίοις πεζοῖς καὶ δισχιλίοις πεντακοσίοις ἱππεῦσι καὶ διακοσίαις ναυσὶν ἐπιών τούς τε Φοίνικας ἐξῄρει καὶ κατεστρέφετο τὴν ἐπικράτειαν αὐτῶν, τοῦ δ᾿ Ἔρυκος ἐχυρωτάτου τῶν χωρίων ὄντος καὶ πολλοὺς ἀμυνομένους ἔχοντος ἔγνω βιάζεσοαι πρὸς τὰ τείχη, καὶ τῆς στρατιᾶς γενομένης ἑτοίμης ἐνεδύσατο τὴν πανοπλίαν, καὶ προελθὼν εὔξατο τῷ Ἡρακλεῖ ποιήσειν ἀγῶνα καὶ θυσίαν ἀριστεῖον, ἂν τοῦ γένους καὶ τῶν ὑπαρχόντων ἄξιον ἀγωνιστὴν αὑτὸν ἀποδείξῃ τοῖς Σικελίαν οἰκοῦσιν Ἕλλησι: (Plutarch, chapter 22 4:1)
(플루타르코스, chapter 22 4:1)
- ὅτε γὰρ περιιὼν Φίλιππος Ἰλλυριοὺς καὶ Τριβαλλούς, τινὰς δὲ καὶ τῶν Ἑλλήνων κατεστρέφετο, καὶ δυνάμεις πολλὰς καὶ μεγάλας ἐποιεῖθ ὑφ ἑαυτῷ, καί τινες τῶν ἐκ τῶν πόλεων ἐπὶ τῇ τῆς εἰρήνης ἐξουσίᾳ βαδίζοντες ἐκεῖσε διεφθείροντο, ὧν εἷς οὗτος ἦν, τότε πάντες ἐφ οὓς ταῦτα παρεσκευάζετ ἐκεῖνος ἐπολεμοῦντο. (Demosthenes, Speeches 11-20, 63:1)
(데모스테네스, Speeches 11-20, 63:1)
유의어
-
전복시키다
-
제압하다
-
to be subdued
-
뒤돌다
- ἀποστρέφω (되튀다, 뒤돌다)
- ἐπανάγω (도로 가져놓다, 되나르다)
- ἀνάγω (도로 가져놓다, 되나르다)
- συναναστρέφω (to turn back together)
- ἀποτρέπω (돌리다, 되튀다, 뒤돌다)
- ἀποφέρω (to bring back for oneself)
- περιτρέπω (to turn and bring round)
- ὑποστρέφω (to turn round about or back, guide or bring back)
- συγκατάγω (to join in bringing back)
- στρέφω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- ἀποτρέπω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- ἀναβιώσκομαι (살리다)
- ἀντιπροσφέρω (to bring near in turn)
- ἀπάγω (가족으로 받아들이다, 도로 가져놓다, 되나르다)
- ἀντικομίζω (to bring back as an answer)
- ἀναφέρω (보고하다, 알리다, 신고하다)
- ἀνθυπάγω (to bring to trial in turn)
- νωτίζω (to turn one's back, to turn about)
- ἐπαναφέρω (to bring back a message)
- ἀναστρέφω (흔들리다, 구르다, 반동하다)
- ἀναφέρω (to bring back from exile)
- ἀπονωτίζω (만들다, 하다, 제작하다)
- ἀποφέρω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
-
죽다
-
to twist up
파생어
- ἀναστρέφω (전복시키다, 뒤엎다, 흥분시키다)
- ἀποστρέφω (피하다, 돌리다, 비틀다)
- διαστρέφω (왜곡하다, 뒤틀다, 곡해하다)
- ἐκστρέφω (일어나다, 발생하다, 나다)
- ἐνστρέφω (방문하다, 찾다)
- ἐπαναστρέφω (to turn back upon, wheel round, return to the charge)
- ἐπιστρέφω (원을 그리며 돌다, 회전하다, 방향을 돌리다)
- μεταστρέφω (돌다, 회전하다, 그르치다)
- παραστρέφω (to turn aside, perverted, to wear it crooked)
- περιστρέφω (돌다, 둘러가다, 돌아다니다)
- στρέφω (영향을 미치다, 돌다, 비틀다)
- συναναστρέφω (to turn back together, to live along with)
- συνεπιστρέφω (to turn at the same time, to help to make attentive)
- συστρέφω (모으다, 거두다, 수집하다)
- ὑποστρέφω (말다, 접다)