헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταστρέφω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταστρέφω καταστρέψω

형태분석: κατα (접두사) + στρέφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 전복시키다, 뒤엎다, 흥분시키다
  2. 제압하다, 정복하다, 압도하다, 길들이다
  3. 뒤돌다, 도로 가져놓다, 되나르다
  4. 죽다, 소멸하다, 돌아가시다, 끝나다, 숨지다
  1. to turn down, trample on, to turn the soil
  2. to upset, overturn
  3. to subject to oneself, to subdue, subdued and made
  4. to be subdued, am constrained to
  5. to turn back, bring back
  6. to turn round, bring to an end, to come to an end, die
  7. to twist up, a close periodic

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστρέφω

καταστρέφεις

καταστρέφει

쌍수 καταστρέφετον

καταστρέφετον

복수 καταστρέφομεν

καταστρέφετε

καταστρέφουσιν*

접속법단수 καταστρέφω

καταστρέφῃς

καταστρέφῃ

쌍수 καταστρέφητον

καταστρέφητον

복수 καταστρέφωμεν

καταστρέφητε

καταστρέφωσιν*

기원법단수 καταστρέφοιμι

καταστρέφοις

καταστρέφοι

쌍수 καταστρέφοιτον

καταστρεφοίτην

복수 καταστρέφοιμεν

καταστρέφοιτε

καταστρέφοιεν

명령법단수 καταστρέφε

καταστρεφέτω

쌍수 καταστρέφετον

καταστρεφέτων

복수 καταστρέφετε

καταστρεφόντων, καταστρεφέτωσαν

부정사 καταστρέφειν

분사 남성여성중성
καταστρεφων

καταστρεφοντος

καταστρεφουσα

καταστρεφουσης

καταστρεφον

καταστρεφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστρέφομαι

καταστρέφει, καταστρέφῃ

καταστρέφεται

쌍수 καταστρέφεσθον

καταστρέφεσθον

복수 καταστρεφόμεθα

καταστρέφεσθε

καταστρέφονται

접속법단수 καταστρέφωμαι

καταστρέφῃ

καταστρέφηται

쌍수 καταστρέφησθον

καταστρέφησθον

복수 καταστρεφώμεθα

καταστρέφησθε

καταστρέφωνται

기원법단수 καταστρεφοίμην

καταστρέφοιο

καταστρέφοιτο

쌍수 καταστρέφοισθον

καταστρεφοίσθην

복수 καταστρεφοίμεθα

καταστρέφοισθε

καταστρέφοιντο

명령법단수 καταστρέφου

καταστρεφέσθω

쌍수 καταστρέφεσθον

καταστρεφέσθων

복수 καταστρέφεσθε

καταστρεφέσθων, καταστρεφέσθωσαν

부정사 καταστρέφεσθαι

분사 남성여성중성
καταστρεφομενος

καταστρεφομενου

καταστρεφομενη

καταστρεφομενης

καταστρεφομενον

καταστρεφομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστρέψω

καταστρέψεις

καταστρέψει

쌍수 καταστρέψετον

καταστρέψετον

복수 καταστρέψομεν

καταστρέψετε

καταστρέψουσιν*

기원법단수 καταστρέψοιμι

καταστρέψοις

καταστρέψοι

쌍수 καταστρέψοιτον

καταστρεψοίτην

복수 καταστρέψοιμεν

καταστρέψοιτε

καταστρέψοιεν

부정사 καταστρέψειν

분사 남성여성중성
καταστρεψων

καταστρεψοντος

καταστρεψουσα

καταστρεψουσης

καταστρεψον

καταστρεψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστρέψομαι

καταστρέψει, καταστρέψῃ

καταστρέψεται

쌍수 καταστρέψεσθον

καταστρέψεσθον

복수 καταστρεψόμεθα

καταστρέψεσθε

καταστρέψονται

기원법단수 καταστρεψοίμην

καταστρέψοιο

καταστρέψοιτο

쌍수 καταστρέψοισθον

καταστρεψοίσθην

복수 καταστρεψοίμεθα

καταστρέψοισθε

καταστρέψοιντο

부정사 καταστρέψεσθαι

분사 남성여성중성
καταστρεψομενος

καταστρεψομενου

καταστρεψομενη

καταστρεψομενης

καταστρεψομενον

καταστρεψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔνιοι δέ φασιν οὐ πρότερον γραφῆναι τῷ Κίμωνι τὴν κάθοδον ὑπὸ τοῦ Περικλέουσ ἢ συνθήκασ αὐτοῖσ ἀπορρήτουσ γενέσθαι δι’ Ἐλπινίκησ, τῆσ Κίμωνοσ ἀδελφῆσ, ὥστε Κίμωνα μὲν ἐκπλεῦσαι λαβόντα ναῦσ διακοσίασ καὶ τῶν ἔξω στρατηγεῖν, καταστρεφόμενον τὴν βασιλέωσ χώραν, Περικλεῖ δὲ τὴν ἐν ἄστει δύναμιν ὑπάρχειν. (Plutarch, , chapter 10 4:1)

    (플루타르코스, , chapter 10 4:1)

  • οὐδὲ μέντοι τοῦτό σε κελεύομεν, πένητα μέν, ἐλεύθερον δ’ εἶναι, ἀλλ’ ἡμῖν συμμάχοισ χρώμενον αὔξειν μὴ τὴν βασιλέωσ ἀλλὰ τὴν σαυτοῦ ἀρχήν, τοὺσ νῦν ὁμοδούλουσ σοι καταστρεφόμενον, ὥστε σοὺσ ὑπηκόουσ εἶναι. (Xenophon, Hellenica, , chapter 1 40:1)

    (크세노폰, Hellenica, , chapter 1 40:1)

유의어

  1. 전복시키다

  2. 제압하다

  3. to be subdued

  4. 뒤돌다

  5. 죽다

  6. to twist up

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION