헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπολαμβάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπολαμβάνω ὑπολήψομαι ὑπέλαβον ὑπείληφα ὑπείλημμαι ὑπελήφθην

형태분석: ὑπο (접두사) + λαμβάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 취하다, 잡다
  2. 지지하다, 지탱하다, 받치다
  3. 잡다, 장악하다, 포획하다
  4. 잡다, 빼앗다, 해석하다
  5. 받아들이다, 받다, 간청하다, 승인하다
  6. 가정하다, 짐작하다, 생각하다
  7. 우회시키다, 전환하다
  8. 제거하다, 빼앗다, 잡다, 치우다
  1. I take up
  2. I bear up, support
  3. I take up, seize
  4. I interpret, take (to mean)
  5. Ι take up, address, accept
  6. I assume, suppose
  7. I draw away
  8. I take away, seize, remove

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπολαμβάνω

(나는) 취한다

ὑπολαμβάνεις

(너는) 취한다

ὑπολαμβάνει

(그는) 취한다

쌍수 ὑπολαμβάνετον

(너희 둘은) 취한다

ὑπολαμβάνετον

(그 둘은) 취한다

복수 ὑπολαμβάνομεν

(우리는) 취한다

ὑπολαμβάνετε

(너희는) 취한다

ὑπολαμβάνουσιν*

(그들은) 취한다

접속법단수 ὑπολαμβάνω

(나는) 취하자

ὑπολαμβάνῃς

(너는) 취하자

ὑπολαμβάνῃ

(그는) 취하자

쌍수 ὑπολαμβάνητον

(너희 둘은) 취하자

ὑπολαμβάνητον

(그 둘은) 취하자

복수 ὑπολαμβάνωμεν

(우리는) 취하자

ὑπολαμβάνητε

(너희는) 취하자

ὑπολαμβάνωσιν*

(그들은) 취하자

기원법단수 ὑπολαμβάνοιμι

(나는) 취하기를 (바라다)

ὑπολαμβάνοις

(너는) 취하기를 (바라다)

ὑπολαμβάνοι

(그는) 취하기를 (바라다)

쌍수 ὑπολαμβάνοιτον

(너희 둘은) 취하기를 (바라다)

ὑπολαμβανοίτην

(그 둘은) 취하기를 (바라다)

복수 ὑπολαμβάνοιμεν

(우리는) 취하기를 (바라다)

ὑπολαμβάνοιτε

(너희는) 취하기를 (바라다)

ὑπολαμβάνοιεν

(그들은) 취하기를 (바라다)

명령법단수 ὑπολάμβανε

(너는) 취해라

ὑπολαμβανέτω

(그는) 취해라

쌍수 ὑπολαμβάνετον

(너희 둘은) 취해라

ὑπολαμβανέτων

(그 둘은) 취해라

복수 ὑπολαμβάνετε

(너희는) 취해라

ὑπολαμβανόντων, ὑπολαμβανέτωσαν

(그들은) 취해라

부정사 ὑπολαμβάνειν

취하는 것

분사 남성여성중성
ὑπολαμβανων

ὑπολαμβανοντος

ὑπολαμβανουσα

ὑπολαμβανουσης

ὑπολαμβανον

ὑπολαμβανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπολαμβάνομαι

(나는) 취된다

ὑπολαμβάνει, ὑπολαμβάνῃ

(너는) 취된다

ὑπολαμβάνεται

(그는) 취된다

쌍수 ὑπολαμβάνεσθον

(너희 둘은) 취된다

ὑπολαμβάνεσθον

(그 둘은) 취된다

복수 ὑπολαμβανόμεθα

(우리는) 취된다

ὑπολαμβάνεσθε

(너희는) 취된다

ὑπολαμβάνονται

(그들은) 취된다

접속법단수 ὑπολαμβάνωμαι

(나는) 취되자

ὑπολαμβάνῃ

(너는) 취되자

ὑπολαμβάνηται

(그는) 취되자

쌍수 ὑπολαμβάνησθον

(너희 둘은) 취되자

ὑπολαμβάνησθον

(그 둘은) 취되자

복수 ὑπολαμβανώμεθα

(우리는) 취되자

ὑπολαμβάνησθε

(너희는) 취되자

ὑπολαμβάνωνται

(그들은) 취되자

기원법단수 ὑπολαμβανοίμην

(나는) 취되기를 (바라다)

ὑπολαμβάνοιο

(너는) 취되기를 (바라다)

ὑπολαμβάνοιτο

(그는) 취되기를 (바라다)

쌍수 ὑπολαμβάνοισθον

(너희 둘은) 취되기를 (바라다)

ὑπολαμβανοίσθην

(그 둘은) 취되기를 (바라다)

복수 ὑπολαμβανοίμεθα

(우리는) 취되기를 (바라다)

ὑπολαμβάνοισθε

(너희는) 취되기를 (바라다)

ὑπολαμβάνοιντο

(그들은) 취되기를 (바라다)

명령법단수 ὑπολαμβάνου

(너는) 취되어라

ὑπολαμβανέσθω

(그는) 취되어라

쌍수 ὑπολαμβάνεσθον

(너희 둘은) 취되어라

ὑπολαμβανέσθων

(그 둘은) 취되어라

복수 ὑπολαμβάνεσθε

(너희는) 취되어라

ὑπολαμβανέσθων, ὑπολαμβανέσθωσαν

(그들은) 취되어라

부정사 ὑπολαμβάνεσθαι

취되는 것

분사 남성여성중성
ὑπολαμβανομενος

ὑπολαμβανομενου

ὑπολαμβανομενη

ὑπολαμβανομενης

ὑπολαμβανομενον

ὑπολαμβανομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπολήψομαι

(나는) 취하겠다

ὑπολήψει, ὑπολήψῃ

(너는) 취하겠다

ὑπολήψεται

(그는) 취하겠다

쌍수 ὑπολήψεσθον

(너희 둘은) 취하겠다

ὑπολήψεσθον

(그 둘은) 취하겠다

복수 ὑποληψόμεθα

(우리는) 취하겠다

ὑπολήψεσθε

(너희는) 취하겠다

ὑπολήψονται

(그들은) 취하겠다

기원법단수 ὑποληψοίμην

(나는) 취하겠기를 (바라다)

ὑπολήψοιο

(너는) 취하겠기를 (바라다)

ὑπολήψοιτο

(그는) 취하겠기를 (바라다)

쌍수 ὑπολήψοισθον

(너희 둘은) 취하겠기를 (바라다)

ὑποληψοίσθην

(그 둘은) 취하겠기를 (바라다)

복수 ὑποληψοίμεθα

(우리는) 취하겠기를 (바라다)

ὑπολήψοισθε

(너희는) 취하겠기를 (바라다)

ὑπολήψοιντο

(그들은) 취하겠기를 (바라다)

부정사 ὑπολήψεσθαι

취할 것

분사 남성여성중성
ὑποληψομενος

ὑποληψομενου

ὑποληψομενη

ὑποληψομενης

ὑποληψομενον

ὑποληψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπελάμβανον

(나는) 취하고 있었다

ὑπελάμβανες

(너는) 취하고 있었다

ὑπελάμβανεν*

(그는) 취하고 있었다

쌍수 ὑπελαμβάνετον

(너희 둘은) 취하고 있었다

ὑπελαμβανέτην

(그 둘은) 취하고 있었다

복수 ὑπελαμβάνομεν

(우리는) 취하고 있었다

ὑπελαμβάνετε

(너희는) 취하고 있었다

ὑπελάμβανον

(그들은) 취하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπελαμβανόμην

(나는) 취되고 있었다

ὑπελαμβάνου

(너는) 취되고 있었다

ὑπελαμβάνετο

(그는) 취되고 있었다

쌍수 ὑπελαμβάνεσθον

(너희 둘은) 취되고 있었다

ὑπελαμβανέσθην

(그 둘은) 취되고 있었다

복수 ὑπελαμβανόμεθα

(우리는) 취되고 있었다

ὑπελαμβάνεσθε

(너희는) 취되고 있었다

ὑπελαμβάνοντο

(그들은) 취되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπέλαβον

(나는) 취했다

ὑπέλαβες

(너는) 취했다

ὑπέλαβεν*

(그는) 취했다

쌍수 ὑπελάβετον

(너희 둘은) 취했다

ὑπελαβέτην

(그 둘은) 취했다

복수 ὑπελάβομεν

(우리는) 취했다

ὑπελάβετε

(너희는) 취했다

ὑπέλαβον

(그들은) 취했다

명령법단수 ὑπολάβε

(너는) 취했어라

ὑπολαβέτω

(그는) 취했어라

쌍수 ὑπολάβετον

(너희 둘은) 취했어라

ὑπολαβέτων

(그 둘은) 취했어라

복수 ὑπολάβετε

(너희는) 취했어라

ὑπολαβόντων

(그들은) 취했어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶτα ὁ Πλούτων εὖ οἶδα ὅτι ἐμὲ ῥᾳθυμεῖν ἐν τούτοισ ὑπολήψεται, καὶ ταῦτα παρ’ ἄλλῳ οὔσησ τῆσ αἰτίασ. (Lucian, Cataplus, (no name) 1:4)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 1:4)

  • εἰ δὲ ἀχάριστον ὑπολήψεταί τισ ἐν τοῖσ πολιτικοῖσ λόγοισ τὴν ἐκ τῆσ συγκρίσεωσ ἐξέτασιν καὶ καθ’ ἑαυτὸν ἕκαστον ἀξιώσει σκοπεῖν, οὐδὲν κωλύσει τὸ αὐτὸ τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ποιεῖν, καὶ μήτε ποίησιν ἀντεξετάζειν ἑτέρᾳ ποιήσει μήθ’ ἱστορικὴν σύνταξιν ἑτέρᾳ συντάξει μήτε πολιτείαν πολιτείᾳ μήτε νόμον νόμῳ, μὴ στρατηγὸν στρατηγῷ, μὴ βασιλεῖ βασιλέα, μὴ βίῳ βίον, μὴ δόγματι δόγμα· (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 8:1)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 8:1)

  • ὁ δὴ προσέχων τὴν διάνοιαν τοῖσ Λυσίου λόγοισ οὐχ οὕτωσ ἔσται σκαιὸσ ἢ δυσάρεστοσ ἢ βραδὺσ τὸν νοῦν, ὃσ οὐχ ὑπολήψεται γινόμενα τὰ δηλούμενα ὁρᾶν. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 7 1:1)

    (디오니시오스, chapter 7 1:1)

  • καὶ οὐδ’ ἐνταῦθα ἔστη τῆσ ἐξουσίασ ὁ τῶν Ῥωμαίων νομοθέτησ, ἀλλὰ καὶ πωλεῖν ἐφῆκε τὸν υἱὸν τῷ πατρί, οὐδὲν ἐπιστραφεὶσ εἴ τισ ὠμὸν ὑπολήψεται τὸ συγχώρημα καὶ βαρύτερον ἢ κατὰ τὴν φυσικὴν συμπάθειαν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 27 1:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 27 1:1)

  • τίσ οὖν ἢ πρὸσ θεοὺσ ὅσιον ἢ πρὸσ ἀνθρώπουσ δίκαιον ὑπολήψεταί με, ἐὰν ἐγκαταλίπω καὶ προδῶ τοὺσ ὀρφανούσ, οἷσ τοσαύτασ ὀφείλω χάριτασ; (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 9 3:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 9 3:1)

유의어

  1. 취하다

  2. 지지하다

  3. 잡다

  4. 잡다

  5. 받아들이다

  6. 가정하다

  7. 우회시키다

  8. 제거하다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION