Ancient Greek-English Dictionary Language

μεταβάλλω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μεταβάλλω μεταβαλῶ μετέβαλον

Structure: μετα (Prefix) + βάλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to throw into a different position, to turn quickly, to throw one's, over
  2. to turn about, change, alter, to drink different, to change, give up
  3. to undergo a change, change
  4. to change one's course, changing his course and turning, instead, in turn
  5. to change what is one's own, to change one's
  6. to change one with another, exchange, to exchange, for, to barter, traffic
  7. to turn oneself, turn about, to change one's purpose, change sides
  8. to turn or wheel about

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταβάλλω μεταβάλλεις μεταβάλλει
Dual μεταβάλλετον μεταβάλλετον
Plural μεταβάλλομεν μεταβάλλετε μεταβάλλουσιν*
SubjunctiveSingular μεταβάλλω μεταβάλλῃς μεταβάλλῃ
Dual μεταβάλλητον μεταβάλλητον
Plural μεταβάλλωμεν μεταβάλλητε μεταβάλλωσιν*
OptativeSingular μεταβάλλοιμι μεταβάλλοις μεταβάλλοι
Dual μεταβάλλοιτον μεταβαλλοίτην
Plural μεταβάλλοιμεν μεταβάλλοιτε μεταβάλλοιεν
ImperativeSingular μεταβάλλε μεταβαλλέτω
Dual μεταβάλλετον μεταβαλλέτων
Plural μεταβάλλετε μεταβαλλόντων, μεταβαλλέτωσαν
Infinitive μεταβάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταβαλλων μεταβαλλοντος μεταβαλλουσα μεταβαλλουσης μεταβαλλον μεταβαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταβάλλομαι μεταβάλλει, μεταβάλλῃ μεταβάλλεται
Dual μεταβάλλεσθον μεταβάλλεσθον
Plural μεταβαλλόμεθα μεταβάλλεσθε μεταβάλλονται
SubjunctiveSingular μεταβάλλωμαι μεταβάλλῃ μεταβάλληται
Dual μεταβάλλησθον μεταβάλλησθον
Plural μεταβαλλώμεθα μεταβάλλησθε μεταβάλλωνται
OptativeSingular μεταβαλλοίμην μεταβάλλοιο μεταβάλλοιτο
Dual μεταβάλλοισθον μεταβαλλοίσθην
Plural μεταβαλλοίμεθα μεταβάλλοισθε μεταβάλλοιντο
ImperativeSingular μεταβάλλου μεταβαλλέσθω
Dual μεταβάλλεσθον μεταβαλλέσθων
Plural μεταβάλλεσθε μεταβαλλέσθων, μεταβαλλέσθωσαν
Infinitive μεταβάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταβαλλομενος μεταβαλλομενου μεταβαλλομενη μεταβαλλομενης μεταβαλλομενον μεταβαλλομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταβαλῶ μεταβαλεῖς μεταβαλεῖ
Dual μεταβαλεῖτον μεταβαλεῖτον
Plural μεταβαλοῦμεν μεταβαλεῖτε μεταβαλοῦσιν*
OptativeSingular μεταβαλοῖμι μεταβαλοῖς μεταβαλοῖ
Dual μεταβαλοῖτον μεταβαλοίτην
Plural μεταβαλοῖμεν μεταβαλοῖτε μεταβαλοῖεν
Infinitive μεταβαλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταβαλων μεταβαλουντος μεταβαλουσα μεταβαλουσης μεταβαλουν μεταβαλουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταβαλοῦμαι μεταβαλεῖ, μεταβαλῇ μεταβαλεῖται
Dual μεταβαλεῖσθον μεταβαλεῖσθον
Plural μεταβαλούμεθα μεταβαλεῖσθε μεταβαλοῦνται
OptativeSingular μεταβαλοίμην μεταβαλοῖο μεταβαλοῖτο
Dual μεταβαλοῖσθον μεταβαλοίσθην
Plural μεταβαλοίμεθα μεταβαλοῖσθε μεταβαλοῖντο
Infinitive μεταβαλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταβαλουμενος μεταβαλουμενου μεταβαλουμενη μεταβαλουμενης μεταβαλουμενον μεταβαλουμενου

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὅταν δὲ μὴ κατ’ ἀνάγκην ἀλλ’ ἐπ’ ἐξουσίασ αὐτόσ τισ ἀφ’ ἑαυτοῦ καὶ δοκιμάσασ ἀναλάβῃ, τίσ ἔτι μηχανὴ μεταβάλλεσθαι, ἢ τίσ ἔτι χρῆσισ ὑπόλοιποσ τοῦ νόμου ; (Lucian, Abdicatus, (no name) 10:1)
  • δοκεῖ γάρ μοι ὁ παλαιὸσ μῦθοσ καὶ Πρωτέα τὸν Αἰγύπτιον οὐκ ἄλλο τι ἢ ὀρχηστήν τινα γενέσθαι λέγειν, μιμητικὸν ἄνθρωπον καὶ πρὸσ πάντα σχηματίζεσθαι καὶ μεταβάλλεσθαι δυνάμενον, ὡσ καὶ ὕδατοσ ὑγρότητα μιμεῖσθαι καὶ πυρὸσ ὀξύτητα ἐν τῇ τῆσ κινήσεωσ σφοδρότητι καὶ λέοντοσ ἀγριότητα καὶ παρδάλεωσ θυμὸν καὶ δένδρου δόνημα, καὶ ὅλωσ ὅ τι καὶ θελήσειεν. (Lucian, De saltatione, (no name) 19:2)
  • οὐχ ἓν τὸ κωλῦόν ἐστιν ἀνακαλεῖν ἡμᾶσ τὸν στόλον ἐκ τῆσ Σικελίασ, ἀλλὰ πρῶτον μὲν τὸ μὴ δεῖν μεταβάλλεσθαι καὶ μεταβουλεύεσθαι ῥᾳδίωσ· (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 10:1)
  • τί οὖν ἐκ τοῦ μεταβάλλεσθαι αὐτοὺσ ἄτοπον; (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 10:18)
  • "ταύτην μάλιστα βάπτουσιν, ᾗ χαίροντασ ὁρῶσιν, οὕτωσ οἱ νέοι ταῦτα μανθάνουσι καὶ ζηλοῦσιν, οἷσ ἂν ὁ παρ’ ὑμῶν ἔπαινοσ ἕπηται" παρεκάλει δ’ αὐτούσ, εἰμὲν ἀρετῇ καὶ σωφροσύνῃ γεγόνασι μεγάλοι, μηδὲν μεταβάλλεσθαι πρὸσ τὸ χεῖρον, εἰ δ’ ἀκρασίᾳ καὶ κακίᾳ, μεταβάλλεσθαι πρὸσ τὸ βέλτιον ἱκανῶσ γὰρ ἤδη μεγάλουσ ἀπ’ ἐκείνων γεγονέναι. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 8 4:2)

Synonyms

  1. to turn about

  2. to undergo a change

  3. to change what is one's own

  4. to change one with another

  5. to turn oneself

  6. to turn or wheel about

Related

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH