헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπείγω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπείγω

형태분석: ἐπείγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 무겁게 하다, 무게를 늘리다, 부담 지우다
  2. 누르다, 다그치다, 짜다, 조르다
  3. 밀어붙이다, 강요하다, 동요시키다
  4. 서두르다, 가속하다
  5. 서두르다, 가속하다, 급히 하다, 급히 가다, 빠르다, 빠르게 지나가다, 달리다, 허둥대다, 촉진하다, 촉진시키다, 빠르게 가다
  6. 서두르다, 가속하다, 빠르게 가다
  1. to press down, weigh down
  2. to press, to press hard, press upon
  3. to drive on, urge forward
  4. to urge on, hurry on, to urge on for oneself, by the force of, by its force
  5. to hurry oneself, haste to, to hasten, hurry, speed, make haste, in eager haste, eagerly, eager for, longing for
  6. to hasten, necessary matters

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπείγω

(나는) 무겁게 한다

ἐπείγεις

(너는) 무겁게 한다

ἐπείγει

(그는) 무겁게 한다

쌍수 ἐπείγετον

(너희 둘은) 무겁게 한다

ἐπείγετον

(그 둘은) 무겁게 한다

복수 ἐπείγομεν

(우리는) 무겁게 한다

ἐπείγετε

(너희는) 무겁게 한다

ἐπείγουσιν*

(그들은) 무겁게 한다

접속법단수 ἐπείγω

(나는) 무겁게 하자

ἐπείγῃς

(너는) 무겁게 하자

ἐπείγῃ

(그는) 무겁게 하자

쌍수 ἐπείγητον

(너희 둘은) 무겁게 하자

ἐπείγητον

(그 둘은) 무겁게 하자

복수 ἐπείγωμεν

(우리는) 무겁게 하자

ἐπείγητε

(너희는) 무겁게 하자

ἐπείγωσιν*

(그들은) 무겁게 하자

기원법단수 ἐπείγοιμι

(나는) 무겁게 하기를 (바라다)

ἐπείγοις

(너는) 무겁게 하기를 (바라다)

ἐπείγοι

(그는) 무겁게 하기를 (바라다)

쌍수 ἐπείγοιτον

(너희 둘은) 무겁게 하기를 (바라다)

ἐπειγοίτην

(그 둘은) 무겁게 하기를 (바라다)

복수 ἐπείγοιμεν

(우리는) 무겁게 하기를 (바라다)

ἐπείγοιτε

(너희는) 무겁게 하기를 (바라다)

ἐπείγοιεν

(그들은) 무겁게 하기를 (바라다)

명령법단수 έ̓πειγε

(너는) 무겁게 해라

ἐπειγέτω

(그는) 무겁게 해라

쌍수 ἐπείγετον

(너희 둘은) 무겁게 해라

ἐπειγέτων

(그 둘은) 무겁게 해라

복수 ἐπείγετε

(너희는) 무겁게 해라

ἐπειγόντων, ἐπειγέτωσαν

(그들은) 무겁게 해라

부정사 ἐπείγειν

무겁게 하는 것

분사 남성여성중성
ἐπειγων

ἐπειγοντος

ἐπειγουσα

ἐπειγουσης

ἐπειγον

ἐπειγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπείγομαι

(나는) 무겁게 된다

ἐπείγει, ἐπείγῃ

(너는) 무겁게 된다

ἐπείγεται

(그는) 무겁게 된다

쌍수 ἐπείγεσθον

(너희 둘은) 무겁게 된다

ἐπείγεσθον

(그 둘은) 무겁게 된다

복수 ἐπειγόμεθα

(우리는) 무겁게 된다

ἐπείγεσθε

(너희는) 무겁게 된다

ἐπείγονται

(그들은) 무겁게 된다

접속법단수 ἐπείγωμαι

(나는) 무겁게 되자

ἐπείγῃ

(너는) 무겁게 되자

ἐπείγηται

(그는) 무겁게 되자

쌍수 ἐπείγησθον

(너희 둘은) 무겁게 되자

ἐπείγησθον

(그 둘은) 무겁게 되자

복수 ἐπειγώμεθα

(우리는) 무겁게 되자

ἐπείγησθε

(너희는) 무겁게 되자

ἐπείγωνται

(그들은) 무겁게 되자

기원법단수 ἐπειγοίμην

(나는) 무겁게 되기를 (바라다)

ἐπείγοιο

(너는) 무겁게 되기를 (바라다)

ἐπείγοιτο

(그는) 무겁게 되기를 (바라다)

쌍수 ἐπείγοισθον

(너희 둘은) 무겁게 되기를 (바라다)

ἐπειγοίσθην

(그 둘은) 무겁게 되기를 (바라다)

복수 ἐπειγοίμεθα

(우리는) 무겁게 되기를 (바라다)

ἐπείγοισθε

(너희는) 무겁게 되기를 (바라다)

ἐπείγοιντο

(그들은) 무겁게 되기를 (바라다)

명령법단수 ἐπείγου

(너는) 무겁게 되어라

ἐπειγέσθω

(그는) 무겁게 되어라

쌍수 ἐπείγεσθον

(너희 둘은) 무겁게 되어라

ἐπειγέσθων

(그 둘은) 무겁게 되어라

복수 ἐπείγεσθε

(너희는) 무겁게 되어라

ἐπειγέσθων, ἐπειγέσθωσαν

(그들은) 무겁게 되어라

부정사 ἐπείγεσθαι

무겁게 되는 것

분사 남성여성중성
ἐπειγομενος

ἐπειγομενου

ἐπειγομενη

ἐπειγομενης

ἐπειγομενον

ἐπειγομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̓πειγον

(나는) 무겁게 하고 있었다

ή̓πειγες

(너는) 무겁게 하고 있었다

ή̓πειγεν*

(그는) 무겁게 하고 있었다

쌍수 ἠπείγετον

(너희 둘은) 무겁게 하고 있었다

ἠπειγέτην

(그 둘은) 무겁게 하고 있었다

복수 ἠπείγομεν

(우리는) 무겁게 하고 있었다

ἠπείγετε

(너희는) 무겁게 하고 있었다

ή̓πειγον

(그들은) 무겁게 하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠπειγόμην

(나는) 무겁게 되고 있었다

ἠπείγου

(너는) 무겁게 되고 있었다

ἠπείγετο

(그는) 무겁게 되고 있었다

쌍수 ἠπείγεσθον

(너희 둘은) 무겁게 되고 있었다

ἠπειγέσθην

(그 둘은) 무겁게 되고 있었다

복수 ἠπειγόμεθα

(우리는) 무겁게 되고 있었다

ἠπείγεσθε

(너희는) 무겁게 되고 있었다

ἠπείγοντο

(그들은) 무겁게 되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγὼ δὲ πεμπταῖοσ ἐκ Πυλῶν διέπτην ἐπειγόμενοσ ἐπὶ τοιαύτην γυναῖκα. (Lucian, Dialogi meretricii, 4:7)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 4:7)

  • ὁ δὲ Ἀγησίλαοσ ἐπὶ τὴν ἐναντίαν ὁδὸν ἦλθε, καὶ τὸ πολεμεῖν καὶ τὸ προσκρούειν αὐτοῖσ ἐάσασ ἐθεράπευε, πάσησ μὲν ἀπ’ ἐκείνων πράξεωσ ἀρχόμενοσ, εἰ δὲ κληθείη, θᾶττον ἢ βάδην ἐπειγόμενοσ, ὁσάκισ δὲ τύχοι καθήμενοσ ἐν τῷ βασιλικῷ θώκῳ καὶ χρηματίζων, ἐπιοῦσι τοῖσ ἐφόροισ ὑπεξανίστατο, τῶν δ’ εἰσ τὴν γερουσίαν ἀεὶ καταταττομένων ἑκάστῳ χλαῖναν ἔπεμπε καὶ βοῦν ἀριστεῖον. (Plutarch, Agesilaus, chapter 4 3:1)

    (플루타르코스, Agesilaus, chapter 4 3:1)

  • καὶ πυθόμενοσ τὰ γινόμενα τοὺσ ἄλλουσ ἐκέλευσεν ἐν τάξει καὶ σχέδην ἐπακολουθεῖν, αὐτὸσ δὲ μετὰ τῶν ἀρίστων ἐπειγόμενοσ εὐθὺσ ἐπορεύετο πρὸσ τοὺσ Ῥωμαίουσ. (Plutarch, Camillus, chapter 29 1:2)

    (플루타르코스, Camillus, chapter 29 1:2)

  • ἐπειγόμενοσ οὖν διαγωνίσασθαι καὶ παραστρατοπεδεύσασ τοῖσ πολεμίοισ ὤρυττε τάφρον, πρὸσ ἣν ἐκπηδῶντεσ οἱ δοῦλοι προσεμάχοντο τοῖσ ἐργαζομένοισ. (Plutarch, chapter 11 5:4)

    (플루타르코스, chapter 11 5:4)

  • καὶ τὰσ μὲν ἄλλασ δυνάμεισ καθ’ ὁδὸν ἐπειγόμενοσ παρῆλθεν, ἱππεῖσ δὲ ἔχων λογάδασ ἑξακοσίουσ καὶ πέντε τάγματα, χειμῶνοσ ἐν τροπαῖσ ὄντοσ, ἱσταμένου Ιἀννουαρίου μηνὸσ οὗτοσ δ’ ἂν εἰή Ποσειδεὼν Ἀθηναίοισ ἀφῆκεν εἰσ τὸ πέλαγοσ καὶ διαβαλὼν τὸν Ιὄνιον Ὤρικον καὶ Ἀπολλωνίαν αἱρεῖ, τὰ δὲ πλοῖα πάλιν ἀπέπεμψεν εἰσ Βρεντέσιον ἐπὶ τοὺσ ὑστερήσαντασ τῇ πορείᾳ στρατιώτασ. (Plutarch, Caesar, chapter 37 2:1)

    (플루타르코스, Caesar, chapter 37 2:1)

유의어

  1. 무겁게 하다

  2. 누르다

  3. 밀어붙이다

  4. 서두르다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION