헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀσχάλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀσχάλλω

형태분석: ἀσχάλλ (어간) + ω (인칭어미)

어원: = a)sxala/w

  1. to be vexed at

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀσχάλλω

ἀσχάλλεις

ἀσχάλλει

쌍수 ἀσχάλλετον

ἀσχάλλετον

복수 ἀσχάλλομεν

ἀσχάλλετε

ἀσχάλλουσιν*

접속법단수 ἀσχάλλω

ἀσχάλλῃς

ἀσχάλλῃ

쌍수 ἀσχάλλητον

ἀσχάλλητον

복수 ἀσχάλλωμεν

ἀσχάλλητε

ἀσχάλλωσιν*

기원법단수 ἀσχάλλοιμι

ἀσχάλλοις

ἀσχάλλοι

쌍수 ἀσχάλλοιτον

ἀσχαλλοίτην

복수 ἀσχάλλοιμεν

ἀσχάλλοιτε

ἀσχάλλοιεν

명령법단수 ά̓σχαλλε

ἀσχαλλέτω

쌍수 ἀσχάλλετον

ἀσχαλλέτων

복수 ἀσχάλλετε

ἀσχαλλόντων, ἀσχαλλέτωσαν

부정사 ἀσχάλλειν

분사 남성여성중성
ἀσχαλλων

ἀσχαλλοντος

ἀσχαλλουσα

ἀσχαλλουσης

ἀσχαλλον

ἀσχαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀσχάλλομαι

ἀσχάλλει, ἀσχάλλῃ

ἀσχάλλεται

쌍수 ἀσχάλλεσθον

ἀσχάλλεσθον

복수 ἀσχαλλόμεθα

ἀσχάλλεσθε

ἀσχάλλονται

접속법단수 ἀσχάλλωμαι

ἀσχάλλῃ

ἀσχάλληται

쌍수 ἀσχάλλησθον

ἀσχάλλησθον

복수 ἀσχαλλώμεθα

ἀσχάλλησθε

ἀσχάλλωνται

기원법단수 ἀσχαλλοίμην

ἀσχάλλοιο

ἀσχάλλοιτο

쌍수 ἀσχάλλοισθον

ἀσχαλλοίσθην

복수 ἀσχαλλοίμεθα

ἀσχάλλοισθε

ἀσχάλλοιντο

명령법단수 ἀσχάλλου

ἀσχαλλέσθω

쌍수 ἀσχάλλεσθον

ἀσχαλλέσθων

복수 ἀσχάλλεσθε

ἀσχαλλέσθων, ἀσχαλλέσθωσαν

부정사 ἀσχάλλεσθαι

분사 남성여성중성
ἀσχαλλομενος

ἀσχαλλομενου

ἀσχαλλομενη

ἀσχαλλομενης

ἀσχαλλομενον

ἀσχαλλομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἴ ποτε ἄρα δεσμοῦ δεηθεῖεν, ἀσχάλλουσιν καὶ κλαυθμυρίζονται καὶ ἀπεσθίουσιν τοὺσ ἱμάντασ· (Arrian, Cynegeticus, chapter 11 1:3)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 11 1:3)

  • καὶ λυπηρῶν, οὐδεμία μηχανὴ παρεῖναι τοῖσ μὴ λογίζεσθαί τι καὶ κρίνειν καὶ μνημονεύειν καὶ προσέχειν πεφυκόσιν ἀλλ’ ὧν ἂν ἀφέλῃσ παντάπασι προσδοκίαν μνήμην πρόθεσιν παρασκευὴν τὸ ἐλπίζειν τὸ δεδοικέναι τὸ ἐπιθυμεῖν τὸ ἀσχάλλειν, οὔτ’ ὀμμάτων ὄφελοσ οὐδὲν αὐτοῖσ παρόντων οὔτ’ ὤτων· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 3 9:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 3 9:1)

  • καὶ ἀσχάλλειν, ὅταν ἢ δόξαν ἐλπίσαντεσ ἀδοξίᾳ περιπέσωσιν, ἢ φοβεροὶ προσδοκήσαντεσ ἑτέροισ ἔσεσθαι διὰ δύναμιν εἰσ πράγματα κινδύνουσ ἔχοντα καὶ ταραχὰσ; (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 2 5:1)

    (플루타르코스, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 2 5:1)

  • τὸ δ’ ἔποσ οὑξερῶ τάχα, ἥδοιο μέν, πῶσ δ’ οὐκ ἄν, ἀσχάλλοισ δ’ ἴσωσ. (Sophocles, Oedipus Tyrannus, episode18)

    (소포클레스, 오이디푸스 튀란노스, episode18)

  • ἐνθάδε δ’ ἀσχάλλεισ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 643 1:3)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 643 1:3)

유의어

  1. to be vexed at

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION