Ancient Greek-English Dictionary Language

διίστημι

-μι athematic Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διίστημι διαστήσω

Structure: δι (Prefix) + ί̔στᾱ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to set apart, to place separately, separate
  2. to set, at variance with, to divide, into fractions
  3. to stand apart, to be divided, made way, opened, chasms
  4. to stand apart, be at variance, to differ, be different
  5. to part
  6. to stand at certain distances or intervals
  7. to separate

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διῖστημι διῖστης διῖστησιν*
Dual διίστατον διίστατον
Plural διίσταμεν διίστατε διιστάᾱσιν*
SubjunctiveSingular διίστω διίστῃς διίστῃ
Dual διίστητον διίστητον
Plural διίστωμεν διίστητε διίστωσιν*
OptativeSingular διισταῖην διισταῖης διισταῖη
Dual διισταῖητον διισταίητην
Plural διισταῖημεν διισταῖητε διισταῖησαν
ImperativeSingular διῖστᾱ διιστάτω
Dual διίστατον διιστάτων
Plural διίστατε διιστάντων
Infinitive διιστάναι
Participle MasculineFeminineNeuter
διιστᾱς διισταντος διιστᾱσα διιστᾱσης διισταν διισταντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διίσταμαι διίστασαι διίσταται
Dual διίστασθον διίστασθον
Plural διιστάμεθα διίστασθε διίστανται
SubjunctiveSingular διίστωμαι διίστῃ διίστηται
Dual διίστησθον διίστησθον
Plural διιστώμεθα διίστησθε διίστωνται
OptativeSingular διισταῖμην διίσταιο διίσταιτο
Dual διίσταισθον διισταῖσθην
Plural διισταῖμεθα διίσταισθε διίσταιντο
ImperativeSingular διίστασο διιστάσθω
Dual διίστασθον διιστάσθων
Plural διίστασθε διιστάσθων
Infinitive διίστασθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διισταμενος διισταμενου διισταμενη διισταμενης διισταμενον διισταμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τὸν δῆμον ἡμῶν βούλεται διιστάναι. (Aristophanes, Wasps, Prologue 1:34)
  • συνεὶσ δὲ τοῦ πλήθουσ τὴν μεταβολὴν διιστάναι τὰσ γνώμασ αὐτῶν ἐπειρώμην πρὸ τοῦ τοὺσ ὁπλίτασ ἀπὸ τῆσ οἰκίασ ὑποστρέψαι. (Flavius Josephus, 167:1)
  • καὶ τούτου μὲν ἔργον, ὧν ἂν ἅψηται, διιστάναι καὶ ἀλλοιοῦν καὶ πολλὰ ποιεῖν· (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 25 7:2)
  • μόνησ οὖν τῆσ φύσεωσ τὸ πάντη διιστάναι συνεχὲσ ἑαυτῷ μένον ἔτι καὶ τὴν ἀρχαίαν ἅπασαν ἰδέαν φυλάττον τὸ σῶμα. (Galen, On the Natural Faculties., , section 720)
  • ταύτῃ γὰρ ἀφορμῇ χρήσεσθαι τοὺσ μηδὲν ἴσωσ καὶ δικαίωσ τοῖσ πολλοῖσ φρονοῦντασ τοῦ ταράττειν πάλιν καὶ διιστάναι τὰ συμφέροντα τῆσ πόλεωσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 40 3:3)
  • οὔτε γὰρ φωνήεντι φωνῆεν οὔτε ἡμιφώνῳ ἡμίφωνον ἢ ἄφωνον, ἃ δὴ τραχύνειν πέφυκεν καὶ διἱστάναι τὰσ ἁρμονίασ, οὐδέν ἐστι παρακείμενον. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2048)

Synonyms

  1. to set apart

  2. to part

  3. to stand at certain distances or intervals

  4. to separate

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION