Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπαρίστημι

-μι athematic Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συμπαρίστημι

Structure: συμ (Prefix) + παρ (Prefix) + ί̔στᾱ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to place beside one also
  2. to stand beside, assist

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαρῖστημι συμπαρῖστης συμπαρῖστησιν*
Dual συμπαρίστατον συμπαρίστατον
Plural συμπαρίσταμεν συμπαρίστατε συμπαριστάᾱσιν*
SubjunctiveSingular συμπαρίστω συμπαρίστῃς συμπαρίστῃ
Dual συμπαρίστητον συμπαρίστητον
Plural συμπαρίστωμεν συμπαρίστητε συμπαρίστωσιν*
OptativeSingular συμπαρισταῖην συμπαρισταῖης συμπαρισταῖη
Dual συμπαρισταῖητον συμπαρισταίητην
Plural συμπαρισταῖημεν συμπαρισταῖητε συμπαρισταῖησαν
ImperativeSingular συμπαρῖστᾱ συμπαριστάτω
Dual συμπαρίστατον συμπαριστάτων
Plural συμπαρίστατε συμπαριστάντων
Infinitive συμπαριστάναι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαριστᾱς συμπαρισταντος συμπαριστᾱσα συμπαριστᾱσης συμπαρισταν συμπαρισταντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαρίσταμαι συμπαρίστασαι συμπαρίσταται
Dual συμπαρίστασθον συμπαρίστασθον
Plural συμπαριστάμεθα συμπαρίστασθε συμπαρίστανται
SubjunctiveSingular συμπαρίστωμαι συμπαρίστῃ συμπαρίστηται
Dual συμπαρίστησθον συμπαρίστησθον
Plural συμπαριστώμεθα συμπαρίστησθε συμπαρίστωνται
OptativeSingular συμπαρισταῖμην συμπαρίσταιο συμπαρίσταιτο
Dual συμπαρίσταισθον συμπαρισταῖσθην
Plural συμπαρισταῖμεθα συμπαρίσταισθε συμπαρίσταιντο
ImperativeSingular συμπαρίστασο συμπαριστάσθω
Dual συμπαρίστασθον συμπαριστάσθων
Plural συμπαρίστασθε συμπαριστάσθων
Infinitive συμπαρίστασθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαρισταμενος συμπαρισταμενου συμπαρισταμενη συμπαρισταμενης συμπαρισταμενον συμπαρισταμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to place beside one also

  2. to stand beside

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION