ἀντικαθίστημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀντικαθίστημι
Structure:
ἀντι
(Prefix)
+
κατ
(Prefix)
+
ί̔στᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- to lay down or establish instead, substitute, replace
- to set against, oppose
- to bring back again, restore
- to be put in another's place, reign in his stead
- to stand against, resist
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἔδει δὲ ἀποθανόντοσ αὐτῶν τινοσ ἄλλον ἀντικαθίστασθαι δοκιμασθέντα ψήφῳ τῶν ἀρίστων. (Lucian, Eunuchus, (no name) 3:2)
- ὡσ δὲ ταῦτα ἤκουσεν ὁ Ἄρατοσ, ἐκπέμπει μετὰ τοῦ Ξενοκλέουσ οἰκέτασ ἰδίουσ δύο, Σεύθαν τε καὶ Τέχνωνα, κατασκεψομένουσ τὸ τεῖχοσ, ἐγνωκὼσ, εἰ δύναιτο, κρύφα καὶ πρὸσ ἕνα κίνδυνον ὀξέωσ τὸ πᾶν ἀναρρῖψαι μᾶλλον ἢ μακρῷ πολέμῳ καὶ φανεροῖσ ἀγῶσιν ἰδιώτησ ἀντικαθίστασθαι πρὸσ τύραννον. (Plutarch, Aratus, chapter 5 4:1)
- οὐχ ὑποστάντοσ δὲ τοῦ Δομιτίου τὸ δεινόν, ἀλλ’ εἰσ τὴν οἰκίαν καταφυγόντοσ, ᾑρέθησαν μὲν ὕπατοι Πομπήϊοσ καὶ Κράσσοσ, οὐκ ἀπέκαμε δὲ ὁ Κάτων, ἀλλ’ αὐτὸσ προελθὼν στρατηγίαν μετῄει, βουλόμενοσ ὁρμητήριον ἔχειν τῶν πρὸσ ἐκείνουσ ἀγώνων καὶ πρὸσ ἄρχοντασ ἀντικαθίστασθαι μὴ ἰδιώτησ, οἱ δὲ καὶ τοῦτο δείσαντεσ, ὡσ τῆσ στρατηγίασ ἀξιομάχου διὰ Κάτωνα πρὸσ τὴν ὑπατείαν γενησομένησ, πρῶτον μὲν ἐξαίφνησ καὶ τῶν πολλῶν ἀγνοούντων βουλὴν συναγαγόντεσ ἐψηφίσαντο τοὺσ αἱρεθέντασ στρατηγοὺσ εὐθὺσ ἄρχειν καὶ μὴ διαλιπόντασ τὸν νόμιμον χρόνον, ἐν ᾧ δίκαι τοῖσ δεκάσασι τὸν δῆμον ἦσαν. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 42 1:1)
- ὅπωσ δὲ χρὴ τάττειν εἰσ μάχην στρατιὰν ἢ ὅπωσ ἄγειν ἡμέρασ ἢ νυκτὸσ ἢ στενὰσ ἢ πλατείασ ὁδοὺσ ἢ ὀρεινὰσ ἢ πεδινάσ, ἢ ὅπωσ στρατοπεδεύεσθαι, ἢ ὅπωσ φυλακὰσ νυκτερινὰσ καὶ ἡμερινὰσ καθιστάναι, ἢ ὅπωσ προσάγειν πρὸσ πολεμίουσ ἢ ἀπάγειν ἀπὸ πολεμίων, ἢ ὅπωσ παρὰ πόλιν πολεμίαν ἄγειν ἢ ὅπωσ πρὸσ τεῖχοσ ἄγειν ἢ ἀπάγειν, ἢ ὅπωσ νάπη ἢ ποταμοὺσ διαβαίνειν, ἢ ὅπωσ ἱππικὸν φυλάττεσθαι ἢ ὅπωσ ἀκοντιστὰσ ἢ τοξότασ, καὶ εἴ γε δή σοι κατὰ κέρασ ἄγοντι οἱ πολέμιοι ἐπιφανεῖεν, πῶσ χρὴ ἀντικαθιστάναι, καὶ εἴ σοι ἐπὶ φάλαγγοσ ἄγοντι ἄλλοθέν ποθεν οἱ πολέμιοι φαίνοιντο ἢ κατὰ πρόσωπον, ὅπωσ χρὴ ἀντιπαράγειν, ἢ ὅπωσ τὰ τῶν πολεμίων ἄν τισ μάλιστα αἰσθάνοιτο, ἢ ὅπωσ τὰ σὰ οἱ πολέμιοι ἥκιστα εἰδεῖεν, ταῦτα δὲ πάντα τί ἂν ἐγὼ λέγοιμί σοι; (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 6 49:1)
- ἀναιρεθέντοσ δὲ Γράκχου καὶ τελευτήσαντοσ Ἀππίου Κλαυδίου, ἀντικαθίστανται μὲν ἐσ τὸ τὴν γῆν ἅμα τῷ νεωτέρῳ Γράκχῳ διανέμειν Φούλβιοσ Φλάκκοσ καὶ Παπίριοσ Κάρβων, ἀμελούντων δὲ τῶν κεκτημένων αὐτὴν ἀπογράφεσθαι κατηγόρουσ ἐκήρυττον ἐνδεικνύναι. (Appian, The Civil Wars, book 1, chapter 3 1:2)
Synonyms
-
to set against
-
to bring back again
-
to stand against
Derived
- ἀμφίστημι (to place round, to stand around)
- ἀνθίστημι (to set against, to set up in opposition, to match with)
- ἀνίστημι ( to make to stand up, raise up, to raise from sleep)
- ἀντανίστημι (to set up against, to rise up against)
- ἀποκαθίστημι (to re-establish, restore, reinstate)
- ἀφίστημι (to put away, remove, to hinder from)
- διίστημι (to set apart, to place separately, separate)
- ἐγκαθίστημι (to place or establish in, to place as a garrison in, to be established in)
- ἐνίστημι (to put, set, place in)
- ἐξανίστημι (to raise up: to make one rise, bid one, rise)
- ἐξίστημι ( I displace; I change, I drive one out of their senses; I amaze, excite)
- ἐπανίστημι (to set up again, to make to rise against, to stand up after)
- ἐφίστημι (, I set or place upon, I set over)
- ἵστημι ( to make to stand, to stand, set)
- καθίστημι (, I set down, stop)
- μεθίστημι (to place in another way, to change, I will give)
- παρακαθίστημι (to station or establish beside)
- παρανίστημι (to set up beside, to stand up beside)
- παρίστημι ( I cause to stand by, I place beside, I set before the mind)
- περιίστημι (to place round, to bring round, to bring)
- προίστημι (to set before or in front, to set over, to put)
- προκαθίστημι (to set before;, having been set beforehand)
- προσίστημι (to place near, bring near, to stand near to or by)
- προσκαθίστημι (to appoint besides)
- συγκαθίστημι (to bring into place together, to join in setting up, settling)
- συμπαρίστημι (to place beside one also, to stand beside, assist)
- συνανίστημι (to make to stand up or rise together, to assist in restoring, to rise at the same time)
- συναφίστημι (to draw into revolt together, to fall off or revolt along with)
- συνεφίστημι (to set on the watch together, make attentive, to attend to)
- συνίστημι (to set together, combine, associate)
- ὑφίστημι (to place or set under, plants, to support)