- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

παλινδρομέω?

ε-contract Verb; Transliteration: palindromeō

Principal Part: παλινδρομέω

Structure: παλινδρομέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to run back again

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παλινδρομῶ παλινδρομεῖς παλινδρομεῖ
Dual παλινδρομεῖτον παλινδρομεῖτον
Plural παλινδρομοῦμεν παλινδρομεῖτε παλινδρομοῦσι(ν)
SubjunctiveSingular παλινδρομῶ παλινδρομῇς παλινδρομῇ
Dual παλινδρομῆτον παλινδρομῆτον
Plural παλινδρομῶμεν παλινδρομῆτε παλινδρομῶσι(ν)
OptativeSingular παλινδρομοῖμι παλινδρομοῖς παλινδρομοῖ
Dual παλινδρομοῖτον παλινδρομοίτην
Plural παλινδρομοῖμεν παλινδρομοῖτε παλινδρομοῖεν
ImperativeSingular παλινδρόμει παλινδρομείτω
Dual παλινδρομεῖτον παλινδρομείτων
Plural παλινδρομεῖτε παλινδρομούντων, παλινδρομείτωσαν
Infinitive παλινδρομεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
παλινδρομων παλινδρομουντος παλινδρομουσα παλινδρομουσης παλινδρομουν παλινδρομουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παλινδρομοῦμαι παλινδρομεῖ, παλινδρομῇ παλινδρομεῖται
Dual παλινδρομεῖσθον παλινδρομεῖσθον
Plural παλινδρομούμεθα παλινδρομεῖσθε παλινδρομοῦνται
SubjunctiveSingular παλινδρομῶμαι παλινδρομῇ παλινδρομῆται
Dual παλινδρομῆσθον παλινδρομῆσθον
Plural παλινδρομώμεθα παλινδρομῆσθε παλινδρομῶνται
OptativeSingular παλινδρομοίμην παλινδρομοῖο παλινδρομοῖτο
Dual παλινδρομοῖσθον παλινδρομοίσθην
Plural παλινδρομοίμεθα παλινδρομοῖσθε παλινδρομοῖντο
ImperativeSingular παλινδρομοῦ παλινδρομείσθω
Dual παλινδρομεῖσθον παλινδρομείσθων
Plural παλινδρομεῖσθε παλινδρομείσθων, παλινδρομείσθωσαν
Infinitive παλινδρομεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παλινδρομουμενος παλινδρομουμενου παλινδρομουμενη παλινδρομουμενης παλινδρομουμενον παλινδρομουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • φιλεῖ γάρ πως τὰ τοιαῦτα ἐρεθιζόμενα παλινδρομεῖν. (Lucian, Abdicatus, (no name) 32:6)
  • γενομένων δὲ χρόνων μακρῶν καὶ πόνων πολλῶν καὶ κακῆς συντήξιος, ἐπὶ τούτοισιν ἀποστάσιες ἐγίνοντο ἢ μέζους, ὥστε ὑποφέρειν μὴ δύνασθαι, ἢ μείους, ὥστε μηδὲν ὠφελεῖν, ἀλλὰ ταχὺ παλινδρομεῖν καὶ συνεπείγειν ἐπὶ τὸ κάκιον. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 89)
  • παλινδρομεῖν οὖν αὐτὸ πρότερον ἐπὶ τὴν κοίλην ἀναγκαῖον καὶ κενὰς οὕτως ἐργάζεσθαι τὰς ἐπὶ τοὺς νεφροὺς ἰούσας φλέβας, αἳ δεύτερον οὐκέτι παρακομιοῦσιν ἐπ αὐτοὺς ἀκάθαρτον αἷμα: (Galen, On the Natural Faculties., , section 1641)
  • ἀλλ ὅπως μὲν τοῦτο γίγνεται καὶ καθ ὅντινα τρόπον, ἐν τοῖς περὶ χρείας μορίων εἰρήσεται δεικνύντων ἡμῶν τά τ ἄλλα καὶ ὡς ἀδύνατον οὕτως ἀκριβῶς κλείεσθαι τὰ στόματα τῶν ἀγγείων, ὡς μηδὲν παλινδρομεῖν. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 1396)

Synonyms

  1. to run back again

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION