διέχω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διέχω
διέξω
διέσχον
형태분석:
δι
(접두사)
+
έ̓χ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 막다, 차단하다
- 겪다, 나열하다, 통과하다, 견디다
- 떨어져 있다, 비용을 지불하다, 처벌받다
- 화해시키다, 조정하다
- 다르다, 벌어지다
- to keep apart or separate
- to keep off
- to go through, hold its way, to extend or reach
- to stand apart, be separated or distant, with spaces between man and man, is, wide
- to intervene
- to differ
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- διέστησαν γὰρ αὐτοῖσ τὴν φάλαγγα καὶ διέσχον, εἶτα ἀτακτότερον ἤδη πορευομένουσ, ὡσ διεξέπεσον, ἀκολουθοῦντεσ καὶ παραθέοντεσ ἐκ πλαγίων ἔπαιον. (Plutarch, Agesilaus, chapter 18 4:2)
(플루타르코스, Agesilaus, chapter 18 4:2)
- μὴ πειθομένου δὲ δι’ ἀγροικίαν, ἀλλ’ ἐπάγοντοσ, οἱ μὲν ἄλλοι παῖδεσ διέσχον, ὁ δ’ Ἀλκιβιάδησ καταβαλὼν ἐπὶ στόμα πρὸ τοῦ ζεύγουσ καὶ παρατείνασ ἑαυτόν, ἐκέλευεν οὕτωσ, εἰ βούλεται, διεξελθεῖν, ὥστε τὸν μὲν ἄνθρωπον ἀνακροῦσαι τὸ ζεῦγοσ ὀπίσω δείσαντα, τοὺσ δ’ ἰδόντασ ἐκπλαγῆναι καὶ μετὰ βοῆσ συνδραμεῖν πρὸσ αὐτόν. (Plutarch, , chapter 2 3:3)
(플루타르코스, , chapter 2 3:3)
- ἐπεὶ δὲ τοῦ δείπνου μεσοῦντοσ ἐδόθη τὸ σύνθημα τοῖσ Καρσὶ καὶ συνῄσθοντο τὸν καιρὸν οἱ Ἕλληνεσ, αἱ μὲν γυναῖκεσ ἅμα πᾶσαι τοὺσ κόλπουσ διέσχον, οἱ δὲ τὰ ξίφη λαβόντεσ ἐπέθεντο τοῖσ βαρβάροισ καὶ διέφθειραν αὐτοὺσ ἅμα πάντασ· (Plutarch, Mulierum virtutes, 2:2)
(플루타르코스, Mulierum virtutes, 2:2)
- ἐπεὶ δὲ τοῦ δείπνου μεσοῦντοσ ἐδόθη τὸ σύνθημα τοῖσ Καρσὶ καὶ συνῄσθοντο τὸν καιρὸν οἱ Ἕλληνεσ, αἱ μὲν γυναῖκεσ ἅμα πᾶσαι τοὺσ κόλπουσ διέσχον, οἱ δὲ τὰ ξίφη λαβόντεσ ἐπέθεντο τοῖσ βαρβάροισ καὶ διέφθειραν αὐτοὺσ ἅμα πάντασ· (Plutarch, Mulierum virtutes, 7:1)
(플루타르코스, Mulierum virtutes, 7:1)
- ἐπεκλάσθησαν οὖν ἀμφότεροι, καὶ διέσχον αὐταῖσ ἐν μέσῳ καταστῆναι τῆσ παρατάξεωσ, καὶ κλαυθμὸσ ἅμα διὰ πάντων ἐχώρει, καὶ πολὺσ οἶκτοσ ἦν πρόσ τε τὴν ὄψιν καὶ τοὺσ λόγουσ ἔτι μᾶλλον, εἰσ ἱκεσίαν καὶ δέησιν ἐκ δικαιολογίασ καὶ παρρησίασ τελευτῶντασ. (Plutarch, chapter 19 2:1)
(플루타르코스, chapter 19 2:1)
유의어
-
to keep apart or separate
- ἐρύκω (나누다, 분할하다, 가르다)
- ἀποσκηνόω (to keep apart from)
- ἀποκρίνω (나누다, 분할하다, 가르다)
- ἀπέχω (나누다, 속하다, 갈라지다)
- διίστημι (나누다, 분할하다, 가르다)
- ἀπολαμβάνω (to take apart or aside, separately)
- διείργω (나누다, 분할하다, 가르다)
-
막다
- ἔχω (~쪽을 차지하다)
- διατηρέω (지키다, 막다)
- ἀποστέγω (to keep out, to keep out or off)
- ἀπείργω (keeping)
- ἐπικουρέω (지키다, 막다, 두다)
- συγκρατέω (지키다, 막다, 두다)
- ἀπέχω (막다, 차단하다, 지체하게 하다)
- ἐρητύω (to keep away from)
- ἀνταπερύκω (to keep off in turn)
- ὁμοχρονέω (to keep time with, to keep time)
- ἐκκομίζω (수행하다, 지키다, 막다)
- ἀπίσχω (막다, 제쳐놓다, 차단하다)
- ἀπαλέξω (지키다, 막다, 두다)
- διασκοπέω (계속 지켜보다)
- διέλκω (to keep on drinking)
- ἐμφρουρέω (to keep guard in)
- τελέω (I keep my word)
- οἰκουρέω (to keep at home)
- ἑταιρέω (지내다)
- ἀποσκηνόω (to keep apart from)
- ἐγκρύπτω (to keep concealed)
- διερύκω (막다, 방해하다, 예방하다)
- κεύθω (지키다, 막다, 두다)
- ἀποσιωπάω (감추다, 숨기다)
- ἐρύω (막다, 차단하다, 피하다)
- ἐπαλέξω (막다, 차단하다, 피하다)
- ἀρκέω (막다, 차단하다, 피하다)
- τιθηνέομαι (유지하다, 보존하다, 지키다)
- διαμιμνήσκομαι (to keep in memory)
-
겪다
-
화해시키다
-
다르다
파생어
- ἀνέχω (지지하다, 추켜세우다, 올리다)
- ἀντέχω (가지다, 지내다, 잡다)
- ἀπέχω (막다, 차단하다, 지체하게 하다)
- εἰσέχω (도달하다, 뻗다, 닿다)
- ἐνέχω (걸리다, 잡히다, )
- ἐξανέχω (견디다, 참다, 인내하다)
- ἐξέχω (등장하다, 나타나다, 보이게 되다)
- ἐπανέχω (지지하다, 지탱하다, 받치다)
- ἐπέχω (제공하다, 바치다, 내다)
- ἔχω (가지다, 소유하다, 지키다)
- κατέχω (꽉 잡다, 지체하게 하다, 제한하다)
- μετέχω (간섭하다, 개입하다, 즐기다)
- παρακατέχω (제한하다, 붙잡다, 규제하다)
- παρέχομαι (지나가다, 흘러가다, 지나치다)
- παρέχω (제공하다, 공급하다, 갖추다)
- περιέχω (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- προέχω (앞으로 뻗다, 앞으로 붙들다, 내다)
- προκατέχω (선점하다, 미리 가지다, 선취하다)
- προπαρέχω (to offer before, to supply before)
- προσανέχω (to wait patiently for)
- προσέχω (제공하다, 바치다, 내다)
- προσπαρέχω (to furnish or supply besides)
- συμπαρέχω (to assist in causing, in procuring)
- συνέχω (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ὑπερέχω (가지다, 지내다, 잡다)
- ὑπέχω (가지다, 지내다, 잡다)