헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διχογνωμονέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διχογνωμονέω

형태분석: διχογνωμονέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from dixognw/mwn

  1. to differ in opinion

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διχογνωμονῶ

διχογνωμονεῖς

διχογνωμονεῖ

쌍수 διχογνωμονεῖτον

διχογνωμονεῖτον

복수 διχογνωμονοῦμεν

διχογνωμονεῖτε

διχογνωμονοῦσιν*

접속법단수 διχογνωμονῶ

διχογνωμονῇς

διχογνωμονῇ

쌍수 διχογνωμονῆτον

διχογνωμονῆτον

복수 διχογνωμονῶμεν

διχογνωμονῆτε

διχογνωμονῶσιν*

기원법단수 διχογνωμονοῖμι

διχογνωμονοῖς

διχογνωμονοῖ

쌍수 διχογνωμονοῖτον

διχογνωμονοίτην

복수 διχογνωμονοῖμεν

διχογνωμονοῖτε

διχογνωμονοῖεν

명령법단수 διχογνωμόνει

διχογνωμονείτω

쌍수 διχογνωμονεῖτον

διχογνωμονείτων

복수 διχογνωμονεῖτε

διχογνωμονούντων, διχογνωμονείτωσαν

부정사 διχογνωμονεῖν

분사 남성여성중성
διχογνωμονων

διχογνωμονουντος

διχογνωμονουσα

διχογνωμονουσης

διχογνωμονουν

διχογνωμονουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διχογνωμονοῦμαι

διχογνωμονεῖ, διχογνωμονῇ

διχογνωμονεῖται

쌍수 διχογνωμονεῖσθον

διχογνωμονεῖσθον

복수 διχογνωμονούμεθα

διχογνωμονεῖσθε

διχογνωμονοῦνται

접속법단수 διχογνωμονῶμαι

διχογνωμονῇ

διχογνωμονῆται

쌍수 διχογνωμονῆσθον

διχογνωμονῆσθον

복수 διχογνωμονώμεθα

διχογνωμονῆσθε

διχογνωμονῶνται

기원법단수 διχογνωμονοίμην

διχογνωμονοῖο

διχογνωμονοῖτο

쌍수 διχογνωμονοῖσθον

διχογνωμονοίσθην

복수 διχογνωμονοίμεθα

διχογνωμονοῖσθε

διχογνωμονοῖντο

명령법단수 διχογνωμονοῦ

διχογνωμονείσθω

쌍수 διχογνωμονεῖσθον

διχογνωμονείσθων

복수 διχογνωμονεῖσθε

διχογνωμονείσθων, διχογνωμονείσθωσαν

부정사 διχογνωμονεῖσθαι

분사 남성여성중성
διχογνωμονουμενος

διχογνωμονουμενου

διχογνωμονουμενη

διχογνωμονουμενης

διχογνωμονουμενον

διχογνωμονουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to differ in opinion

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION