헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκκομίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκκομίζω ἐκκομιῶ

형태분석: ἐκ (접두사) + κομίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 수행하다, 지키다, 막다, 유지하다
  2. 수행하다, 매장하다, 묻다
  3. 끝까지 참다, 참아내다
  1. to carry out, to keep, out
  2. to carry out, bury
  3. to endure to the end

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκομίζω

(나는) 수행한다

ἐκκομίζεις

(너는) 수행한다

ἐκκομίζει

(그는) 수행한다

쌍수 ἐκκομίζετον

(너희 둘은) 수행한다

ἐκκομίζετον

(그 둘은) 수행한다

복수 ἐκκομίζομεν

(우리는) 수행한다

ἐκκομίζετε

(너희는) 수행한다

ἐκκομίζουσιν*

(그들은) 수행한다

접속법단수 ἐκκομίζω

(나는) 수행하자

ἐκκομίζῃς

(너는) 수행하자

ἐκκομίζῃ

(그는) 수행하자

쌍수 ἐκκομίζητον

(너희 둘은) 수행하자

ἐκκομίζητον

(그 둘은) 수행하자

복수 ἐκκομίζωμεν

(우리는) 수행하자

ἐκκομίζητε

(너희는) 수행하자

ἐκκομίζωσιν*

(그들은) 수행하자

기원법단수 ἐκκομίζοιμι

(나는) 수행하기를 (바라다)

ἐκκομίζοις

(너는) 수행하기를 (바라다)

ἐκκομίζοι

(그는) 수행하기를 (바라다)

쌍수 ἐκκομίζοιτον

(너희 둘은) 수행하기를 (바라다)

ἐκκομιζοίτην

(그 둘은) 수행하기를 (바라다)

복수 ἐκκομίζοιμεν

(우리는) 수행하기를 (바라다)

ἐκκομίζοιτε

(너희는) 수행하기를 (바라다)

ἐκκομίζοιεν

(그들은) 수행하기를 (바라다)

명령법단수 ἐκκόμιζε

(너는) 수행해라

ἐκκομιζέτω

(그는) 수행해라

쌍수 ἐκκομίζετον

(너희 둘은) 수행해라

ἐκκομιζέτων

(그 둘은) 수행해라

복수 ἐκκομίζετε

(너희는) 수행해라

ἐκκομιζόντων, ἐκκομιζέτωσαν

(그들은) 수행해라

부정사 ἐκκομίζειν

수행하는 것

분사 남성여성중성
ἐκκομιζων

ἐκκομιζοντος

ἐκκομιζουσα

ἐκκομιζουσης

ἐκκομιζον

ἐκκομιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκομίζομαι

(나는) 수행된다

ἐκκομίζει, ἐκκομίζῃ

(너는) 수행된다

ἐκκομίζεται

(그는) 수행된다

쌍수 ἐκκομίζεσθον

(너희 둘은) 수행된다

ἐκκομίζεσθον

(그 둘은) 수행된다

복수 ἐκκομιζόμεθα

(우리는) 수행된다

ἐκκομίζεσθε

(너희는) 수행된다

ἐκκομίζονται

(그들은) 수행된다

접속법단수 ἐκκομίζωμαι

(나는) 수행되자

ἐκκομίζῃ

(너는) 수행되자

ἐκκομίζηται

(그는) 수행되자

쌍수 ἐκκομίζησθον

(너희 둘은) 수행되자

ἐκκομίζησθον

(그 둘은) 수행되자

복수 ἐκκομιζώμεθα

(우리는) 수행되자

ἐκκομίζησθε

(너희는) 수행되자

ἐκκομίζωνται

(그들은) 수행되자

기원법단수 ἐκκομιζοίμην

(나는) 수행되기를 (바라다)

ἐκκομίζοιο

(너는) 수행되기를 (바라다)

ἐκκομίζοιτο

(그는) 수행되기를 (바라다)

쌍수 ἐκκομίζοισθον

(너희 둘은) 수행되기를 (바라다)

ἐκκομιζοίσθην

(그 둘은) 수행되기를 (바라다)

복수 ἐκκομιζοίμεθα

(우리는) 수행되기를 (바라다)

ἐκκομίζοισθε

(너희는) 수행되기를 (바라다)

ἐκκομίζοιντο

(그들은) 수행되기를 (바라다)

명령법단수 ἐκκομίζου

(너는) 수행되어라

ἐκκομιζέσθω

(그는) 수행되어라

쌍수 ἐκκομίζεσθον

(너희 둘은) 수행되어라

ἐκκομιζέσθων

(그 둘은) 수행되어라

복수 ἐκκομίζεσθε

(너희는) 수행되어라

ἐκκομιζέσθων, ἐκκομιζέσθωσαν

(그들은) 수행되어라

부정사 ἐκκομίζεσθαι

수행되는 것

분사 남성여성중성
ἐκκομιζομενος

ἐκκομιζομενου

ἐκκομιζομενη

ἐκκομιζομενης

ἐκκομιζομενον

ἐκκομιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκομίω

(나는) 수행하겠다

ἐκκομίεις

(너는) 수행하겠다

ἐκκομίει

(그는) 수행하겠다

쌍수 ἐκκομίειτον

(너희 둘은) 수행하겠다

ἐκκομίειτον

(그 둘은) 수행하겠다

복수 ἐκκομίουμεν

(우리는) 수행하겠다

ἐκκομίειτε

(너희는) 수행하겠다

ἐκκομίουσιν*

(그들은) 수행하겠다

기원법단수 ἐκκομίοιμι

(나는) 수행하겠기를 (바라다)

ἐκκομίοις

(너는) 수행하겠기를 (바라다)

ἐκκομίοι

(그는) 수행하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκκομίοιτον

(너희 둘은) 수행하겠기를 (바라다)

ἐκκομιοίτην

(그 둘은) 수행하겠기를 (바라다)

복수 ἐκκομίοιμεν

(우리는) 수행하겠기를 (바라다)

ἐκκομίοιτε

(너희는) 수행하겠기를 (바라다)

ἐκκομίοιεν

(그들은) 수행하겠기를 (바라다)

부정사 ἐκκομίειν

수행할 것

분사 남성여성중성
ἐκκομιων

ἐκκομιουντος

ἐκκομιουσα

ἐκκομιουσης

ἐκκομιουν

ἐκκομιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκομίουμαι

(나는) 수행되겠다

ἐκκομίει, ἐκκομίῃ

(너는) 수행되겠다

ἐκκομίειται

(그는) 수행되겠다

쌍수 ἐκκομίεισθον

(너희 둘은) 수행되겠다

ἐκκομίεισθον

(그 둘은) 수행되겠다

복수 ἐκκομιοῦμεθα

(우리는) 수행되겠다

ἐκκομίεισθε

(너희는) 수행되겠다

ἐκκομίουνται

(그들은) 수행되겠다

기원법단수 ἐκκομιοίμην

(나는) 수행되겠기를 (바라다)

ἐκκομίοιο

(너는) 수행되겠기를 (바라다)

ἐκκομίοιτο

(그는) 수행되겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκκομίοισθον

(너희 둘은) 수행되겠기를 (바라다)

ἐκκομιοίσθην

(그 둘은) 수행되겠기를 (바라다)

복수 ἐκκομιοίμεθα

(우리는) 수행되겠기를 (바라다)

ἐκκομίοισθε

(너희는) 수행되겠기를 (바라다)

ἐκκομίοιντο

(그들은) 수행되겠기를 (바라다)

부정사 ἐκκομίεισθαι

수행될 것

분사 남성여성중성
ἐκκομιουμενος

ἐκκομιουμενου

ἐκκομιουμενη

ἐκκομιουμενης

ἐκκομιουμενον

ἐκκομιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεκόμιζον

(나는) 수행하고 있었다

ἐξεκόμιζες

(너는) 수행하고 있었다

ἐξεκόμιζεν*

(그는) 수행하고 있었다

쌍수 ἐξεκομίζετον

(너희 둘은) 수행하고 있었다

ἐξεκομιζέτην

(그 둘은) 수행하고 있었다

복수 ἐξεκομίζομεν

(우리는) 수행하고 있었다

ἐξεκομίζετε

(너희는) 수행하고 있었다

ἐξεκόμιζον

(그들은) 수행하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεκομιζόμην

(나는) 수행되고 있었다

ἐξεκομίζου

(너는) 수행되고 있었다

ἐξεκομίζετο

(그는) 수행되고 있었다

쌍수 ἐξεκομίζεσθον

(너희 둘은) 수행되고 있었다

ἐξεκομιζέσθην

(그 둘은) 수행되고 있었다

복수 ἐξεκομιζόμεθα

(우리는) 수행되고 있었다

ἐξεκομίζεσθε

(너희는) 수행되고 있었다

ἐξεκομίζοντο

(그들은) 수행되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἴτ’, ἐκκομίζειν δεῦρο Κασάνδραν χρεὼν ὅσον τάχιστα, δμῶεσ, ὡσ στρατηλάτῃ ἐσ χεῖρα δούσ νιν, εἶτα τὰσ εἰληγμένασ καὶ τοῖσιν ἄλλοισ αἰχμαλωτίδων ἄγω. (Euripides, The Trojan Women, episode, iambic2)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, iambic2)

  • λέγω δὲ προσπόλοισι πρὸσ πρύμνασ νεῶν τήνδ’ ἐκκομίζειν, ἔνθα ναυστολήσεται. (Euripides, The Trojan Women, episode 4:10)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode 4:10)

  • ἀλλ’ ἐκκομίζου σὴν κασιγνήτην χθονόσ, Ἀγαμέμνονοσ παῖ. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 10:11)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 10:11)

  • καὶ οἵ τε τραυματίαι φοράδην ἐξεκομίζοντο πονηρῶσ ἔχοντεσ, καὶ μάλιστα ὁ πρεσβύτησ ὁ Ζηνόθεμισ ἀμφοτέραισ τῇ μὲν τῆσ ῥινόσ, τῇ δὲ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἐπειλημμένοσ, βοῶν ἀπόλλυσθαι ὑπ’ ἀλγηδόνων, ὥστε καὶ τὸν Ἕρμωνα καίπερ ἐν κακοῖσ ὄντα ‐ δύο γὰρ ὀδόντασ ἐξεκέκοπτο ‐ ἀντιμαρτύρεσθαι λέγοντα, Μέμνησο μέντοι, ὦ Ζηνόθεμι, ὡσ οὐκ ἀδιάφορον ἡγῇ τὸν πόνον καὶ ὁ νυμφίοσ δὲ ἀκεσαμένου τὸ τραῦμα τοῦ Διονίκου ἀπήγετο ἐσ τὴν οἰκίαν ταινίαισ κατειλημένοσ τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τὸ ζεῦγοσ ἀνατεθεὶσ ἐφ’ οὗ τὴν νύμφην ἀπάξειν ἔμελλε, πικροὺσ ὁ ἄθλιοσ τοὺσ γάμουσ ἑορτάσασ· (Lucian, Symposium, (no name) 47:1)

    (루키아노스, Symposium, (no name) 47:1)

  • ὅσ μ’ ἐκκομίζει, πόλιν ἀποστερῶν τύχησ, καὶ δειλίᾳ δίδωσι. (Euripides, Phoenissae, episode 8:1)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode 8:1)

유의어

  1. 수행하다

  2. 수행하다

  3. 끝까지 참다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION