헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκομίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκομίζω

형태분석: ἀπο (접두사) + κομίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 되돌아가다, 반환하다, 갚다, 제거하다, 되돌려주다, 돌아가다, 공식 발표하다
  1. to carry away, escort, to carry away captive, to take oneself off, get away, to return

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκομίζω

(나는) 되돌아간다

ἀποκομίζεις

(너는) 되돌아간다

ἀποκομίζει

(그는) 되돌아간다

쌍수 ἀποκομίζετον

(너희 둘은) 되돌아간다

ἀποκομίζετον

(그 둘은) 되돌아간다

복수 ἀποκομίζομεν

(우리는) 되돌아간다

ἀποκομίζετε

(너희는) 되돌아간다

ἀποκομίζουσιν*

(그들은) 되돌아간다

접속법단수 ἀποκομίζω

(나는) 되돌아가자

ἀποκομίζῃς

(너는) 되돌아가자

ἀποκομίζῃ

(그는) 되돌아가자

쌍수 ἀποκομίζητον

(너희 둘은) 되돌아가자

ἀποκομίζητον

(그 둘은) 되돌아가자

복수 ἀποκομίζωμεν

(우리는) 되돌아가자

ἀποκομίζητε

(너희는) 되돌아가자

ἀποκομίζωσιν*

(그들은) 되돌아가자

기원법단수 ἀποκομίζοιμι

(나는) 되돌아가기를 (바라다)

ἀποκομίζοις

(너는) 되돌아가기를 (바라다)

ἀποκομίζοι

(그는) 되돌아가기를 (바라다)

쌍수 ἀποκομίζοιτον

(너희 둘은) 되돌아가기를 (바라다)

ἀποκομιζοίτην

(그 둘은) 되돌아가기를 (바라다)

복수 ἀποκομίζοιμεν

(우리는) 되돌아가기를 (바라다)

ἀποκομίζοιτε

(너희는) 되돌아가기를 (바라다)

ἀποκομίζοιεν

(그들은) 되돌아가기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκόμιζε

(너는) 되돌아가라

ἀποκομιζέτω

(그는) 되돌아가라

쌍수 ἀποκομίζετον

(너희 둘은) 되돌아가라

ἀποκομιζέτων

(그 둘은) 되돌아가라

복수 ἀποκομίζετε

(너희는) 되돌아가라

ἀποκομιζόντων, ἀποκομιζέτωσαν

(그들은) 되돌아가라

부정사 ἀποκομίζειν

되돌아가는 것

분사 남성여성중성
ἀποκομιζων

ἀποκομιζοντος

ἀποκομιζουσα

ἀποκομιζουσης

ἀποκομιζον

ἀποκομιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκομίζομαι

(나는) 되돌아가여진다

ἀποκομίζει, ἀποκομίζῃ

(너는) 되돌아가여진다

ἀποκομίζεται

(그는) 되돌아가여진다

쌍수 ἀποκομίζεσθον

(너희 둘은) 되돌아가여진다

ἀποκομίζεσθον

(그 둘은) 되돌아가여진다

복수 ἀποκομιζόμεθα

(우리는) 되돌아가여진다

ἀποκομίζεσθε

(너희는) 되돌아가여진다

ἀποκομίζονται

(그들은) 되돌아가여진다

접속법단수 ἀποκομίζωμαι

(나는) 되돌아가여지자

ἀποκομίζῃ

(너는) 되돌아가여지자

ἀποκομίζηται

(그는) 되돌아가여지자

쌍수 ἀποκομίζησθον

(너희 둘은) 되돌아가여지자

ἀποκομίζησθον

(그 둘은) 되돌아가여지자

복수 ἀποκομιζώμεθα

(우리는) 되돌아가여지자

ἀποκομίζησθε

(너희는) 되돌아가여지자

ἀποκομίζωνται

(그들은) 되돌아가여지자

기원법단수 ἀποκομιζοίμην

(나는) 되돌아가여지기를 (바라다)

ἀποκομίζοιο

(너는) 되돌아가여지기를 (바라다)

ἀποκομίζοιτο

(그는) 되돌아가여지기를 (바라다)

쌍수 ἀποκομίζοισθον

(너희 둘은) 되돌아가여지기를 (바라다)

ἀποκομιζοίσθην

(그 둘은) 되돌아가여지기를 (바라다)

복수 ἀποκομιζοίμεθα

(우리는) 되돌아가여지기를 (바라다)

ἀποκομίζοισθε

(너희는) 되돌아가여지기를 (바라다)

ἀποκομίζοιντο

(그들은) 되돌아가여지기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκομίζου

(너는) 되돌아가여져라

ἀποκομιζέσθω

(그는) 되돌아가여져라

쌍수 ἀποκομίζεσθον

(너희 둘은) 되돌아가여져라

ἀποκομιζέσθων

(그 둘은) 되돌아가여져라

복수 ἀποκομίζεσθε

(너희는) 되돌아가여져라

ἀποκομιζέσθων, ἀποκομιζέσθωσαν

(그들은) 되돌아가여져라

부정사 ἀποκομίζεσθαι

되돌아가여지는 것

분사 남성여성중성
ἀποκομιζομενος

ἀποκομιζομενου

ἀποκομιζομενη

ἀποκομιζομενης

ἀποκομιζομενον

ἀποκομιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκομίω

(나는) 되돌아가겠다

ἀποκομίεις

(너는) 되돌아가겠다

ἀποκομίει

(그는) 되돌아가겠다

쌍수 ἀποκομίειτον

(너희 둘은) 되돌아가겠다

ἀποκομίειτον

(그 둘은) 되돌아가겠다

복수 ἀποκομίουμεν

(우리는) 되돌아가겠다

ἀποκομίειτε

(너희는) 되돌아가겠다

ἀποκομίουσιν*

(그들은) 되돌아가겠다

기원법단수 ἀποκομίοιμι

(나는) 되돌아가겠기를 (바라다)

ἀποκομίοις

(너는) 되돌아가겠기를 (바라다)

ἀποκομίοι

(그는) 되돌아가겠기를 (바라다)

쌍수 ἀποκομίοιτον

(너희 둘은) 되돌아가겠기를 (바라다)

ἀποκομιοίτην

(그 둘은) 되돌아가겠기를 (바라다)

복수 ἀποκομίοιμεν

(우리는) 되돌아가겠기를 (바라다)

ἀποκομίοιτε

(너희는) 되돌아가겠기를 (바라다)

ἀποκομίοιεν

(그들은) 되돌아가겠기를 (바라다)

부정사 ἀποκομίειν

되돌아갈 것

분사 남성여성중성
ἀποκομιων

ἀποκομιουντος

ἀποκομιουσα

ἀποκομιουσης

ἀποκομιουν

ἀποκομιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκομίουμαι

(나는) 되돌아가여지겠다

ἀποκομίει, ἀποκομίῃ

(너는) 되돌아가여지겠다

ἀποκομίειται

(그는) 되돌아가여지겠다

쌍수 ἀποκομίεισθον

(너희 둘은) 되돌아가여지겠다

ἀποκομίεισθον

(그 둘은) 되돌아가여지겠다

복수 ἀποκομιοῦμεθα

(우리는) 되돌아가여지겠다

ἀποκομίεισθε

(너희는) 되돌아가여지겠다

ἀποκομίουνται

(그들은) 되돌아가여지겠다

기원법단수 ἀποκομιοίμην

(나는) 되돌아가여지겠기를 (바라다)

ἀποκομίοιο

(너는) 되돌아가여지겠기를 (바라다)

ἀποκομίοιτο

(그는) 되돌아가여지겠기를 (바라다)

쌍수 ἀποκομίοισθον

(너희 둘은) 되돌아가여지겠기를 (바라다)

ἀποκομιοίσθην

(그 둘은) 되돌아가여지겠기를 (바라다)

복수 ἀποκομιοίμεθα

(우리는) 되돌아가여지겠기를 (바라다)

ἀποκομίοισθε

(너희는) 되돌아가여지겠기를 (바라다)

ἀποκομίοιντο

(그들은) 되돌아가여지겠기를 (바라다)

부정사 ἀποκομίεισθαι

되돌아가여질 것

분사 남성여성중성
ἀποκομιουμενος

ἀποκομιουμενου

ἀποκομιουμενη

ἀποκομιουμενης

ἀποκομιουμενον

ἀποκομιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκόμιζον

(나는) 되돌아가고 있었다

ἀπεκόμιζες

(너는) 되돌아가고 있었다

ἀπεκόμιζεν*

(그는) 되돌아가고 있었다

쌍수 ἀπεκομίζετον

(너희 둘은) 되돌아가고 있었다

ἀπεκομιζέτην

(그 둘은) 되돌아가고 있었다

복수 ἀπεκομίζομεν

(우리는) 되돌아가고 있었다

ἀπεκομίζετε

(너희는) 되돌아가고 있었다

ἀπεκόμιζον

(그들은) 되돌아가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκομιζόμην

(나는) 되돌아가여지고 있었다

ἀπεκομίζου

(너는) 되돌아가여지고 있었다

ἀπεκομίζετο

(그는) 되돌아가여지고 있었다

쌍수 ἀπεκομίζεσθον

(너희 둘은) 되돌아가여지고 있었다

ἀπεκομιζέσθην

(그 둘은) 되돌아가여지고 있었다

복수 ἀπεκομιζόμεθα

(우리는) 되돌아가여지고 있었다

ἀπεκομίζεσθε

(너희는) 되돌아가여지고 있었다

ἀπεκομίζοντο

(그들은) 되돌아가여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Διονύσιοσ Συρακούσιοσ βουλόμενοσ χρήματα συναγαγεῖν, ἐκκλησίαν ποιήσασ ἔφησεν ἑωρακέναι τὴν Δήμητραν, καὶ κελεύειν τὸν τῶν γυναικῶν κόσμον εἰσ τὸ ἱερὸν ἀποκομίζειν. (Aristotle, Economics, Book 2 66:1)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 66:1)

  • ὥστε ὁ Ζεῦξισ συνεὶσ ὅτι αὐτοὺσ ἀσχολεῖ ἡ ὑπόθεσισ καινὴ οὖσα καὶ ἀπάγει τῆσ τέχνησ, ὡσ ἐν παρέργῳ τίθεσθαι τὴν ἀκρίβειαν τῶν πραγμάτων, Ἄγε δή, ἔφη, ὦ Μικκίων, πρὸσ τὸν μαθητήν, περίβαλε ἤδη τὴν εἰκόνα καὶ ἀράμενοι ἀποκομίζετε οἴκαδε· (Lucian, Zeuxis 13:4)

    (루키아노스, Zeuxis 13:4)

  • νῦν δὲ θάπτεται μὲν οὐδεὶσ τῶν ἀπὸ γένουσ, κομίσαντεσ δὲ τόν νεκρὸν ἐκεῖ κατατίθενται καὶ δᾷδά τισ ἡμμένην λαβὼν ὅσον ὑπήνεγκεν, εἶτα ἀναιρεῖται, μαρτυρόμενοσ ἔργῳ τὸ ἐξεῖναι, φείδεσθαι δὲ τῆσ τιμῆσ, καὶ τόν νεκρὸν οὕτωσ ἀποκομίζουσιν. (Plutarch, Publicola, chapter 23 3:3)

    (플루타르코스, Publicola, chapter 23 3:3)

  • καὶ τὸν μὲν οἱ πέριξ ἄραντεσ ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν ἀπεκόμιζον, οἱ δὲ πολέμιοι τὸν ἡγεμόνα τῶν Ῥωμαίων τεθνηκέναι δόξαντεσ ἐπερρώσθησαν, καὶ παραβοηθησάντων αὐτοῖσ τῶν ἑτέρων ἐνέκειντο τοῖσ Ῥωμαίοισ οὐκ ἔχουσιν ἡγεμόνα. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 11 8:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 11 8:1)

  • κατ’ ἀρχὰσ μὲν γὰρ ἐφ’ ἁμάξαισ σωρηδὸν οἱ θνήσκοντεσ ἀπεκομίζοντο, τελευτῶντεσ δ’, ὧν ἐλάχιστοσ ἦν ὁ λόγοσ, εἰσ τὸ τοῦ παραρρέοντοσ ποταμοῦ ῥεῖθρον ὠθοῦντο. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 67 2:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 67 2:2)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION