헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετοικοδομέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μετοικοδομέω μετοικοδομήσω

형태분석: μετ (접두사) + οἰκοδομέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to build differently

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοικοδομῶ

μετοικοδομεῖς

μετοικοδομεῖ

쌍수 μετοικοδομεῖτον

μετοικοδομεῖτον

복수 μετοικοδομοῦμεν

μετοικοδομεῖτε

μετοικοδομοῦσιν*

접속법단수 μετοικοδομῶ

μετοικοδομῇς

μετοικοδομῇ

쌍수 μετοικοδομῆτον

μετοικοδομῆτον

복수 μετοικοδομῶμεν

μετοικοδομῆτε

μετοικοδομῶσιν*

기원법단수 μετοικοδομοῖμι

μετοικοδομοῖς

μετοικοδομοῖ

쌍수 μετοικοδομοῖτον

μετοικοδομοίτην

복수 μετοικοδομοῖμεν

μετοικοδομοῖτε

μετοικοδομοῖεν

명령법단수 μετοικοδόμει

μετοικοδομείτω

쌍수 μετοικοδομεῖτον

μετοικοδομείτων

복수 μετοικοδομεῖτε

μετοικοδομούντων, μετοικοδομείτωσαν

부정사 μετοικοδομεῖν

분사 남성여성중성
μετοικοδομων

μετοικοδομουντος

μετοικοδομουσα

μετοικοδομουσης

μετοικοδομουν

μετοικοδομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοικοδομοῦμαι

μετοικοδομεῖ, μετοικοδομῇ

μετοικοδομεῖται

쌍수 μετοικοδομεῖσθον

μετοικοδομεῖσθον

복수 μετοικοδομούμεθα

μετοικοδομεῖσθε

μετοικοδομοῦνται

접속법단수 μετοικοδομῶμαι

μετοικοδομῇ

μετοικοδομῆται

쌍수 μετοικοδομῆσθον

μετοικοδομῆσθον

복수 μετοικοδομώμεθα

μετοικοδομῆσθε

μετοικοδομῶνται

기원법단수 μετοικοδομοίμην

μετοικοδομοῖο

μετοικοδομοῖτο

쌍수 μετοικοδομοῖσθον

μετοικοδομοίσθην

복수 μετοικοδομοίμεθα

μετοικοδομοῖσθε

μετοικοδομοῖντο

명령법단수 μετοικοδομοῦ

μετοικοδομείσθω

쌍수 μετοικοδομεῖσθον

μετοικοδομείσθων

복수 μετοικοδομεῖσθε

μετοικοδομείσθων, μετοικοδομείσθωσαν

부정사 μετοικοδομεῖσθαι

분사 남성여성중성
μετοικοδομουμενος

μετοικοδομουμενου

μετοικοδομουμενη

μετοικοδομουμενης

μετοικοδομουμενον

μετοικοδομουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τούτου γὰρ ἄξιοσ εἶ, ἵνα καὶ τῶν κοράκων καὶ κορωνῶν ἀθλιώτεροσ ᾖσ, οἷσ ἔξεστιν ἵπτασθαι, ὅπου θέλουσιν, καὶ μετοικοδομεῖν τὰσ νεοσσιὰσ καὶ τὰ πελάγη διαπερᾶν μὴ στένουσιν μηδὲ ποθοῦσι τὰ πρῶτα. (Epictetus, Works, book 3, 6:1)

    (에픽테토스, Works, book 3, 6:1)

유의어

  1. to build differently

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION