헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποικοδομέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποικοδομέω

형태분석: ὑπ (접두사) + οἰκοδομέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to build under

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποικοδομῶ

ὑποικοδομεῖς

ὑποικοδομεῖ

쌍수 ὑποικοδομεῖτον

ὑποικοδομεῖτον

복수 ὑποικοδομοῦμεν

ὑποικοδομεῖτε

ὑποικοδομοῦσιν*

접속법단수 ὑποικοδομῶ

ὑποικοδομῇς

ὑποικοδομῇ

쌍수 ὑποικοδομῆτον

ὑποικοδομῆτον

복수 ὑποικοδομῶμεν

ὑποικοδομῆτε

ὑποικοδομῶσιν*

기원법단수 ὑποικοδομοῖμι

ὑποικοδομοῖς

ὑποικοδομοῖ

쌍수 ὑποικοδομοῖτον

ὑποικοδομοίτην

복수 ὑποικοδομοῖμεν

ὑποικοδομοῖτε

ὑποικοδομοῖεν

명령법단수 ὑποικοδόμει

ὑποικοδομείτω

쌍수 ὑποικοδομεῖτον

ὑποικοδομείτων

복수 ὑποικοδομεῖτε

ὑποικοδομούντων, ὑποικοδομείτωσαν

부정사 ὑποικοδομεῖν

분사 남성여성중성
ὑποικοδομων

ὑποικοδομουντος

ὑποικοδομουσα

ὑποικοδομουσης

ὑποικοδομουν

ὑποικοδομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποικοδομοῦμαι

ὑποικοδομεῖ, ὑποικοδομῇ

ὑποικοδομεῖται

쌍수 ὑποικοδομεῖσθον

ὑποικοδομεῖσθον

복수 ὑποικοδομούμεθα

ὑποικοδομεῖσθε

ὑποικοδομοῦνται

접속법단수 ὑποικοδομῶμαι

ὑποικοδομῇ

ὑποικοδομῆται

쌍수 ὑποικοδομῆσθον

ὑποικοδομῆσθον

복수 ὑποικοδομώμεθα

ὑποικοδομῆσθε

ὑποικοδομῶνται

기원법단수 ὑποικοδομοίμην

ὑποικοδομοῖο

ὑποικοδομοῖτο

쌍수 ὑποικοδομοῖσθον

ὑποικοδομοίσθην

복수 ὑποικοδομοίμεθα

ὑποικοδομοῖσθε

ὑποικοδομοῖντο

명령법단수 ὑποικοδομοῦ

ὑποικοδομείσθω

쌍수 ὑποικοδομεῖσθον

ὑποικοδομείσθων

복수 ὑποικοδομεῖσθε

ὑποικοδομείσθων, ὑποικοδομείσθωσαν

부정사 ὑποικοδομεῖσθαι

분사 남성여성중성
ὑποικοδομουμενος

ὑποικοδομουμενου

ὑποικοδομουμενη

ὑποικοδομουμενης

ὑποικοδομουμενον

ὑποικοδομουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to build under

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION