헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐποικοδομέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐποικοδομέω ἐποικοδομήσω

형태분석: ἐπ (접두사) + οἰκοδομέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 기르다, 쌓다
  2. 회복하다, 고쳐 만들다
  1. to build up
  2. to build upon
  3. to rebuild

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποικοδομῶ

(나는) 기른다

ἐποικοδομεῖς

(너는) 기른다

ἐποικοδομεῖ

(그는) 기른다

쌍수 ἐποικοδομεῖτον

(너희 둘은) 기른다

ἐποικοδομεῖτον

(그 둘은) 기른다

복수 ἐποικοδομοῦμεν

(우리는) 기른다

ἐποικοδομεῖτε

(너희는) 기른다

ἐποικοδομοῦσιν*

(그들은) 기른다

접속법단수 ἐποικοδομῶ

(나는) 기르자

ἐποικοδομῇς

(너는) 기르자

ἐποικοδομῇ

(그는) 기르자

쌍수 ἐποικοδομῆτον

(너희 둘은) 기르자

ἐποικοδομῆτον

(그 둘은) 기르자

복수 ἐποικοδομῶμεν

(우리는) 기르자

ἐποικοδομῆτε

(너희는) 기르자

ἐποικοδομῶσιν*

(그들은) 기르자

기원법단수 ἐποικοδομοῖμι

(나는) 기르기를 (바라다)

ἐποικοδομοῖς

(너는) 기르기를 (바라다)

ἐποικοδομοῖ

(그는) 기르기를 (바라다)

쌍수 ἐποικοδομοῖτον

(너희 둘은) 기르기를 (바라다)

ἐποικοδομοίτην

(그 둘은) 기르기를 (바라다)

복수 ἐποικοδομοῖμεν

(우리는) 기르기를 (바라다)

ἐποικοδομοῖτε

(너희는) 기르기를 (바라다)

ἐποικοδομοῖεν

(그들은) 기르기를 (바라다)

명령법단수 ἐποικοδόμει

(너는) 길러라

ἐποικοδομείτω

(그는) 길러라

쌍수 ἐποικοδομεῖτον

(너희 둘은) 길러라

ἐποικοδομείτων

(그 둘은) 길러라

복수 ἐποικοδομεῖτε

(너희는) 길러라

ἐποικοδομούντων, ἐποικοδομείτωσαν

(그들은) 길러라

부정사 ἐποικοδομεῖν

기르는 것

분사 남성여성중성
ἐποικοδομων

ἐποικοδομουντος

ἐποικοδομουσα

ἐποικοδομουσης

ἐποικοδομουν

ἐποικοδομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποικοδομοῦμαι

(나는) 길러진다

ἐποικοδομεῖ, ἐποικοδομῇ

(너는) 길러진다

ἐποικοδομεῖται

(그는) 길러진다

쌍수 ἐποικοδομεῖσθον

(너희 둘은) 길러진다

ἐποικοδομεῖσθον

(그 둘은) 길러진다

복수 ἐποικοδομούμεθα

(우리는) 길러진다

ἐποικοδομεῖσθε

(너희는) 길러진다

ἐποικοδομοῦνται

(그들은) 길러진다

접속법단수 ἐποικοδομῶμαι

(나는) 길러지자

ἐποικοδομῇ

(너는) 길러지자

ἐποικοδομῆται

(그는) 길러지자

쌍수 ἐποικοδομῆσθον

(너희 둘은) 길러지자

ἐποικοδομῆσθον

(그 둘은) 길러지자

복수 ἐποικοδομώμεθα

(우리는) 길러지자

ἐποικοδομῆσθε

(너희는) 길러지자

ἐποικοδομῶνται

(그들은) 길러지자

기원법단수 ἐποικοδομοίμην

(나는) 길러지기를 (바라다)

ἐποικοδομοῖο

(너는) 길러지기를 (바라다)

ἐποικοδομοῖτο

(그는) 길러지기를 (바라다)

쌍수 ἐποικοδομοῖσθον

(너희 둘은) 길러지기를 (바라다)

ἐποικοδομοίσθην

(그 둘은) 길러지기를 (바라다)

복수 ἐποικοδομοίμεθα

(우리는) 길러지기를 (바라다)

ἐποικοδομοῖσθε

(너희는) 길러지기를 (바라다)

ἐποικοδομοῖντο

(그들은) 길러지기를 (바라다)

명령법단수 ἐποικοδομοῦ

(너는) 길러져라

ἐποικοδομείσθω

(그는) 길러져라

쌍수 ἐποικοδομεῖσθον

(너희 둘은) 길러져라

ἐποικοδομείσθων

(그 둘은) 길러져라

복수 ἐποικοδομεῖσθε

(너희는) 길러져라

ἐποικοδομείσθων, ἐποικοδομείσθωσαν

(그들은) 길러져라

부정사 ἐποικοδομεῖσθαι

길러지는 것

분사 남성여성중성
ἐποικοδομουμενος

ἐποικοδομουμενου

ἐποικοδομουμενη

ἐποικοδομουμενης

ἐποικοδομουμενον

ἐποικοδομουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπῳκόδομουν

(나는) 기르고 있었다

ἐπῳκόδομεις

(너는) 기르고 있었다

ἐπῳκόδομειν*

(그는) 기르고 있었다

쌍수 ἐπῳκοδο͂μειτον

(너희 둘은) 기르고 있었다

ἐπῳκοδόμειτην

(그 둘은) 기르고 있었다

복수 ἐπῳκοδο͂μουμεν

(우리는) 기르고 있었다

ἐπῳκοδο͂μειτε

(너희는) 기르고 있었다

ἐπῳκόδομουν

(그들은) 기르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπῳκοδόμουμην

(나는) 길러지고 있었다

ἐπῳκοδο͂μου

(너는) 길러지고 있었다

ἐπῳκοδο͂μειτο

(그는) 길러지고 있었다

쌍수 ἐπῳκοδο͂μεισθον

(너희 둘은) 길러지고 있었다

ἐπῳκοδόμεισθην

(그 둘은) 길러지고 있었다

복수 ἐπῳκοδόμουμεθα

(우리는) 길러지고 있었다

ἐπῳκοδο͂μεισθε

(너희는) 길러지고 있었다

ἐπῳκοδο͂μουντο

(그들은) 길러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • φέρ’ οὖν ἀναβὰσ ἴδω, εἰ καὶ ταῦτα ἱκανὰ ἢ ἐποικοδομεῖν ἔτι δεήσει. (Lucian, Contemplantes, (no name) 4:15)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 4:15)

  • καὶ τὸ συντιθέναι δὲ καὶ ἐποικοδομεῖν, ὥσπερ Ἐπίχαρμοσ, διά τε τὸ αὐτὸ τῇ διαιρέσει ἡ γὰρ σύνθεσισ ὑπεροχὴν δείκνυσι πολλήν καὶ ὅτι ἀρχὴ φαίνεται μεγάλων καὶ αἴτιον. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 7 31:5)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 7 31:5)

  • ] οὐ θέλεισ τὴν ἀρχὴν στῆσαι καὶ τὸν θεμέλιον, τὸ κρίμα σκέψασθαι πότερον ὑγιὲσ ἢ οὐχ ὑγιέσ, καὶ οὕτωσ λοιπὸν ἐποικοδομεῖν αὐτῷ τὴν εὐτονίαν, τὴν ἀσφάλειαν; (Epictetus, Works, book 2, 8:3)

    (에픽테토스, Works, book 2, 8:3)

  • σωτηρίασ τε γὰρ ἀρχὴ μεγίστη πόλεωσ αὕτη γίγνεται, καὶ ἐπὶ ταύτησ οἱο͂ν κρηπῖδοσ μονίμου ἐποικοδομεῖν δυνατὸν ὅντινα ἂν ὕστερον ἐποικοδομῇ τισ κόσμον πολιτικὸν προσήκοντα τῇ τοιαύτῃ καταστάσει· (Plato, Laws, book 5 70:2)

    (플라톤, Laws, book 5 70:2)

유의어

  1. 기르다

  2. to build upon

  3. 회복하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION