Ancient Greek-English Dictionary Language

διαλείπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαλείπω διαλείψω διέλιπον

Structure: δια (Prefix) + λείπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to leave an interval between, a gap had been left
  2. having left an interval of, having waited, after a time
  3. to stand at intervals
  4. to cease
  5. after an interval

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλείπω διαλείπεις διαλείπει
Dual διαλείπετον διαλείπετον
Plural διαλείπομεν διαλείπετε διαλείπουσιν*
SubjunctiveSingular διαλείπω διαλείπῃς διαλείπῃ
Dual διαλείπητον διαλείπητον
Plural διαλείπωμεν διαλείπητε διαλείπωσιν*
OptativeSingular διαλείποιμι διαλείποις διαλείποι
Dual διαλείποιτον διαλειποίτην
Plural διαλείποιμεν διαλείποιτε διαλείποιεν
ImperativeSingular διαλείπε διαλειπέτω
Dual διαλείπετον διαλειπέτων
Plural διαλείπετε διαλειπόντων, διαλειπέτωσαν
Infinitive διαλείπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλειπων διαλειποντος διαλειπουσα διαλειπουσης διαλειπον διαλειποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλείπομαι διαλείπει, διαλείπῃ διαλείπεται
Dual διαλείπεσθον διαλείπεσθον
Plural διαλειπόμεθα διαλείπεσθε διαλείπονται
SubjunctiveSingular διαλείπωμαι διαλείπῃ διαλείπηται
Dual διαλείπησθον διαλείπησθον
Plural διαλειπώμεθα διαλείπησθε διαλείπωνται
OptativeSingular διαλειποίμην διαλείποιο διαλείποιτο
Dual διαλείποισθον διαλειποίσθην
Plural διαλειποίμεθα διαλείποισθε διαλείποιντο
ImperativeSingular διαλείπου διαλειπέσθω
Dual διαλείπεσθον διαλειπέσθων
Plural διαλείπεσθε διαλειπέσθων, διαλειπέσθωσαν
Infinitive διαλείπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλειπομενος διαλειπομενου διαλειπομενη διαλειπομενης διαλειπομενον διαλειπομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Εἰ δὲ διαλείποι, καὶ ποτὲ μὲν καθαρὸν οὐρέοιτο, ποτὲ δὲ ὑφίσταται τὸ λευκὸν καὶ λεῖον, χρονιωτέρη γίγνεται ἡ νοῦσοσ καὶ ἧσσον ἀσφαλήσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., PROGNWSTIKON, 12.2)

Synonyms

  1. to stand at intervals

  2. to cease

  3. after an interval

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION