ἀποκάμνω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: apokamnō
Principal Part:
ἀποκάμνω
Structure:
ἀπο
(Prefix)
+
κάμν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to grow quite weary, fail or flag utterly, to be quite weary of
- to cease
- to flinch from toil
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εὐφάμους δὲ πόνους μοχθεῖν οὐκ ἀποκάμνω. (Euripides, Ion, choral, antistrophe 13)
- περὶ τὸ λαβεῖν τῇ διανοίᾳ τὸ χρησίμωσλεγόμενον ὄντες, ὑπομένωμεν τοὺς τῶν εὐφυῶν δοκούντων γέλωτας, ὥσπερ ὁ Κλεάνθης καὶ ὁ Ξενοχράτης βραδύτεροι δοκοῦντες εἶναι τῶν συσχολαστῶν οὐκ ἀπεδίδρασκον ἐχ τοῦ μανθάνειν οὐδ ἀπέκαμνον, ἀλλὰ φθάνοντες εἰς ἑαυτοὺς ἔπαιζον, ἀγγείοις τε βραχυστόμοις καὶ πινακίσι χαλκαῖς ἀπεικάζοντες, ὡς μόλις μὲν παραδεχόμενοι τοὺς λόγους, ἀσφαλῶς δὲ καὶ βεβαίως τηροῦντες. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 18 1:1)
- οὐ δεῖ μ ἀποκάμνειν. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode, close7)
- ἐὰν δέ μοι ἔτι ἐξουσίαν δῷς λέγειν περὶ σοῦ ὅτι ἐπιμελής τε τῶν φίλων εἶ καὶ οὐδενὶ οὕτω χαίρεις ὡς φίλοις ἀγαθοῖς, καὶ ἐπί τε τοῖς καλοῖς ἔργοις τῶν φίλων ἀγάλλῃ οὐχ ἧττον ἢ ἐπὶ τοῖς ἑαυτοῦ καὶ ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς τῶν φίλων χαίρεις οὐδὲν ἧττον ἢ ἐπὶ τοῖς ἑαυτοῦ, ὅπως τε ταῦτα γίγνηται τοῖς φίλοις οὐκ ἀποκάμνεις μηχανώμενος, καὶ ὅτι ἔγνωκας ἀνδρὸς ἀρετὴν εἶναι νικᾶν τοὺς μὲν φίλους εὖ ποιοῦντα, τοὺς δ ἐχθροὺς κακῶς, πάνυ ἂν οἶμαί σοι ἐπιτήδειον εἶναί με σύνθηρον τῶν ἀγαθῶν φίλων. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 6 36:2)
- τὸ μέντοι <τὸ> στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς πόνον τε μηδένα ἀποκάμνειν μήτε νυκτὸς μήτε ἡμέρας, κινδύνου τε μηδενὸς ἀφίστασθαι, σπάνιά τε τἀπιτήδεια ἔχοντας ὅμως πείθεσθαι ἐθέλειν, ταῦτά μοι δοκεῖ θαυμαστότερα εἶναι. (Xenophon, Hellenica, , chapter 5 21:3)
Synonyms
-
to grow quite weary
- ἐκκάμνω (to grow quite weary of, to yield to)
- διαπίπτω (to fail utterly, go quite wrong)
-
to cease
-
to flinch from toil
- ἀποδειλιάω (to play the coward, to flinch from danger or toil)
Derived
- ἐκκάμνω (to grow quite weary of, to yield to)
- κάμνω (exert oneself, labour, work hard)
- προαποκάμνω (to grow tired before the end, give up the task)
- προκάμνω (to work or toil before, to toil for or in defence of, to grow weary)
- συγκάμνω (to labour or suffer with, sympathise with, to work)
- συναποκάμνω (to cease from weariness together)
- ὑπερκάμνω (to suffer or labour for)