ἀποκάμνω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἀποκάμνω
형태분석:
ἀπο
(접두사)
+
κάμν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 끊이다, 중지하다
- to grow quite weary, fail or flag utterly, to be quite weary of
- to cease
- to flinch from toil
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- περὶ τὸ λαβεῖν τῇ διανοίᾳ τὸ χρησίμωσλεγόμενον ὄντεσ, ὑπομένωμεν τοὺσ τῶν εὐφυῶν δοκούντων γέλωτασ, ὥσπερ ὁ Κλεάνθησ καὶ ὁ Ξενοχράτησ βραδύτεροι δοκοῦντεσ εἶναι τῶν συσχολαστῶν οὐκ ἀπεδίδρασκον ἐχ τοῦ μανθάνειν οὐδ’ ἀπέκαμνον, ἀλλὰ φθάνοντεσ εἰσ ἑαυτοὺσ ἔπαιζον, ἀγγείοισ τε βραχυστόμοισ καὶ πινακίσι χαλκαῖσ ἀπεικάζοντεσ, ὡσ μόλισ μὲν παραδεχόμενοι τοὺσ λόγουσ, ἀσφαλῶσ δὲ καὶ βεβαίωσ τηροῦντεσ. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 18 1:1)
(플루타르코스, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 18 1:1)
- καὶ μέχρι πέμπτησ ἡμέρασ προσβολαὶ μὲν ἐγίνοντο τῶν Ῥωμαίων ἀδιάλειπτοι, ἐκδρομαὶ δὲ τῶν Ιὠταπατηνῶν καὶ τειχομαχίαι καρτερώτεραι, καὶ οὔτε Ιοὐδαῖοι τὴν τῶν πολεμίων ἰσχὺν κατωρρώδουν οὔτε Ῥωμαῖοι πρὸσ τὸ τῆσ πόλεωσ δυσάλωτον ἀπέκαμνον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 195:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 195:1)
- οἱ δὲ τὸ ταμιεύεσθαι χαλεπώτερον ἐνδείασ ὑπελάμβανον, καὶ τὸ μὴ αὐτεξούσιον αὐτῶν πλέον ἐκίνει τὴν ὄρεξιν, καὶ καθάπερ εἰσ ἔσχατον ἤδη δίψουσ προήκοντεσ ἀπέκαμνον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 228:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 228:1)
유의어
-
to grow quite weary
-
끊이다
- παραλείπω (끊이다, 중지하다)
- διαλείπω (끊이다, 중지하다)
- ἐκλιμπάνω (끊이다, 중지하다)
- μεθίστημι (to change or cease from)
- καταπαύω (중지하다, 멈추다, 끊이다)
- λήγω (중지하다, 멈추다, 끊이다)
- ἐκλείπω (중지하다, 멈추다, 끊이다)
- μεταλήγω (중단하다, 떠나다, 끝내다)
- καταπαύω (중단하다, 떠나다, 끝내다)
- ἐκλήγω (to cease utterly)
- ἐλινύω (to rest or cease from)
- ἀποκλαίω (to cease to wail)
- ἀποκηδεύω (to cease to mourn for)
- ἀποφοιτάω (to cease to go to school)
- σχολάζω (중단하다, 떠나다, 끝내다)
- ἰαύω (멈추다, 정지시키다, 정지하다)
-
to flinch from toil
- ἀποδειλιάω (to play the coward, to flinch from danger or toil)