헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκλαίω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκλαίω

형태분석: ἀπο (접두사) + κλαί (어간) + ω (인칭어미)

  1. to weep aloud
  2. to bewail much, mourn deeply for
  3. to cease to wail

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκλαίω

ἀποκλαίεις

ἀποκλαίει

쌍수 ἀποκλαίετον

ἀποκλαίετον

복수 ἀποκλαίομεν

ἀποκλαίετε

ἀποκλαίουσιν*

접속법단수 ἀποκλαίω

ἀποκλαίῃς

ἀποκλαίῃ

쌍수 ἀποκλαίητον

ἀποκλαίητον

복수 ἀποκλαίωμεν

ἀποκλαίητε

ἀποκλαίωσιν*

기원법단수 ἀποκλαίοιμι

ἀποκλαίοις

ἀποκλαίοι

쌍수 ἀποκλαίοιτον

ἀποκλαιοίτην

복수 ἀποκλαίοιμεν

ἀποκλαίοιτε

ἀποκλαίοιεν

명령법단수 ἀποκλαίε

ἀποκλαιέτω

쌍수 ἀποκλαίετον

ἀποκλαιέτων

복수 ἀποκλαίετε

ἀποκλαιόντων, ἀποκλαιέτωσαν

부정사 ἀποκλαίειν

분사 남성여성중성
ἀποκλαιων

ἀποκλαιοντος

ἀποκλαιουσα

ἀποκλαιουσης

ἀποκλαιον

ἀποκλαιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκλαίομαι

ἀποκλαίει, ἀποκλαίῃ

ἀποκλαίεται

쌍수 ἀποκλαίεσθον

ἀποκλαίεσθον

복수 ἀποκλαιόμεθα

ἀποκλαίεσθε

ἀποκλαίονται

접속법단수 ἀποκλαίωμαι

ἀποκλαίῃ

ἀποκλαίηται

쌍수 ἀποκλαίησθον

ἀποκλαίησθον

복수 ἀποκλαιώμεθα

ἀποκλαίησθε

ἀποκλαίωνται

기원법단수 ἀποκλαιοίμην

ἀποκλαίοιο

ἀποκλαίοιτο

쌍수 ἀποκλαίοισθον

ἀποκλαιοίσθην

복수 ἀποκλαιοίμεθα

ἀποκλαίοισθε

ἀποκλαίοιντο

명령법단수 ἀποκλαίου

ἀποκλαιέσθω

쌍수 ἀποκλαίεσθον

ἀποκλαιέσθων

복수 ἀποκλαίεσθε

ἀποκλαιέσθων, ἀποκλαιέσθωσαν

부정사 ἀποκλαίεσθαι

분사 남성여성중성
ἀποκλαιομενος

ἀποκλαιομενου

ἀποκλαιομενη

ἀποκλαιομενης

ἀποκλαιομενον

ἀποκλαιομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Φείδεσθαι μὲν ἄμεινον, ἐπε ὶ ο ὐδὲ θανὀντ’ ἀποκλαίει οὐδείσ, ἢν μὴ ὁρᾷ χρήματα λειπόμενα. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-1389516)

    (작자 미상, 비가, , 1386-1389516)

  • μαθὼν δὲ ὡσ μάτην ἀπολωλεκὼσ εἰή τὸν ἀδελφεόν, ἀπέκλαιε Σμέρδιν· (Herodotus, The Histories, book 3, chapter 64 3:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 3, chapter 64 3:1)

  • " ἅμα τε εἴπασ ταῦτα ὁ Καμβύσησ ἀπέκλαιε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ πρῆξιν. (Herodotus, The Histories, book 3, chapter 65 8:3)

    (헤로도토스, The Histories, book 3, chapter 65 8:3)

  • αὐτὸσ μὲν γὰρ ἀναβὰσ ἐπὶ τὸ ὑψηλότατον τῆσ πόλεωσ ἀπεκλαίετο τὸν υἱὸν τυπτόμενοσ τὰ στέρνα καὶ τὴν κεφαλὴν σπαραττόμενοσ καὶ παντοίωσ αὑτὸν αἰκιζόμενοσ καὶ "τέκνον, ἐκβοῶν, εἴθε μοι τὸν θάνατον ἐπελθεῖν ἐγένετο καὶ ἅμα σοι τελευτῆσαι" · (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 7 308:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 7 308:2)

유의어

  1. to weep aloud

  2. to bewail much

  3. to cease to wail

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION