ἀγωνίζομαι?
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사: agōnizomai
고전 발음: [아고:니즈도마이]
신약 발음: [아고니조매]
기본형:
ἀγωνίζομαι
형태분석:
ἀγωνίζ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- 싸우다, 다투다
- 싸우다, 다투다, 교전하다, 논쟁하다
- 노력하다, 분투하다, 힘쓰다
- to contend for a prize
- to fight
- to contend for the prize on the stage, to contend for victory
- to contend against, to fight, to fight against
- to struggle, to exert oneself
- to be won by a contest, to be brought to issue, the contested points, under debate, shall be brought to issue
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀπροσδόκητον, ὦ ἄνδρες δικασταί, τὸν ἀγῶνα τοῦτον ἀγωνίζομαι παρ ὑμῖν πάντα γοῦν μᾶλλον ἂν ἤλπισα ἢ τὸν Διάλογον τοιαῦτα ἐρεῖν περὶ ἐμοῦ, ὃν παραλαβὼν ἐγὼ σκυθρωπὸν ἔτι τοῖς πολλοῖς δοκοῦντα καὶ ὑπὸ τῶν συνεχῶν ἐρωτήσεων κατεσκληκότα, καὶ ταύτῃ αἰδέσιμον μὲν εἶναι δοκοῦντα, οὐ πάντῃ δὲ ἡδὺν οὐδὲ τοῖς πλήθεσι κεχαρισμένον, πρῶτον μὲν αὐτὸν ἐπὶ γῆς βαίνειν εἴθισα εἰς τὸν ἀνθρώπινον τοῦτον τρόπον, μετὰ δὲ τὸν αὐχμὸν τὸν πολὺν ἀποπλύνας καὶ μειδιᾶν καταναγκάσας ἡδίω τοῖς ὁρῶσι παρεσκεύασα, ἐπὶ πᾶσι δὲ τὴν κωμῳδίαν αὐτῷ παρέζευξα, καὶ κατὰ τοῦτο πολλὴν οἱ μηχανώμενος τὴν εὔνοιαν παρὰ τῶν ἀκουόντων, οἳ τέως τὰς ἀκάνθας τὰς ἐν αὐτῷ δεδιότες ὥσπερ τὸν ἐχῖνον εἰς τὰς χεῖρας λαβεῖν αὐτὸν ἐφυλάττοντο. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 34:2)
(루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 34:2)
- "ὦ ἄνερ, ἀγωνίζομαι, τῆς σῆς εὐνοίας πρὸς ἐμὲ καὶ δόξης καὶ δυνάμεως, ἣν διὰ σὲ καρποῦμαι πολλαῖς ἐπίφθονος οὖσα κακαῖς γυναιξὶν ὧν φάρμακα δεδοικυῖα καὶ μηχανὰς ἐπείσθην ἀντιμηχανήσασθαι, μωρὰ μὲν ἴσως καὶ γυναικεῖα, θανάτου δ οὐκ ἄξια: (Plutarch, Mulierum virtutes, 4:1)
(플루타르코스, Mulierum virtutes, 4:1)
- "ὦ ἄνερ ἀγωνίζομαι, τῆς σῆς εὐνοίας πρὸς ἐμὲ καὶ δόξης καὶ δυνάμεως, ἣν διὰ σὲ καρποῦμαι πολλαῖς ἐπίφθονος οὖσα κακαῖς γυναιξὶν ὧν φάρμακα δεδοικυῖα καὶ μηχανὰς· (Plutarch, Mulierum virtutes, 12:1)
(플루타르코스, Mulierum virtutes, 12:1)
- δέομαι οὖν ὑμῶν ἁπάντων, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ἱκετεύω μετ εὐνοίας ἀκοῦσαί μου, πρῶτον μὲν ὅτι τῷ πατρὶ βοηθῶν καὶ πειθόμενος ἀγωνίζομαι, ἔπειθ ὅτι καὶ νέος ὢν καὶ ἄπειρος, ὥστ ἀγαπητὸν εἶναί μοι, ἐὰν ὑπαρξάσης τῆς παρ ὑμῶν εὐνοίας δυνηθῶ δηλῶσαι τὰ πεπραγμένα τούτῳ: (Demosthenes, Speeches 51-61, 4:1)
(데모스테네스, Speeches 51-61, 4:1)
- λόγῳ μὲν οὖν περὶ τῆς ἀπογραφῆς ἀγωνίζομαι, ἔργῳ δὲ περὶ πολιτείας. (Lysias, Speeches, 27:1)
(리시아스, Speeches, 27:1)
유의어
-
to contend for a prize
-
싸우다
- ἐναιχμάζω (to fight in)
- ἐναγωνίζομαι (to fight in)
- ἀποπολεμέω (늘어뜨리다)
- πολεμίζω (to fight with)
- ἀμφιμάχομαι (to fight for)
- συναιχμάζω (to fight with or together)
- ἀμφιμάχομαι (to fight round)
- ἀντιμάχομαι (to fight against)
- προμάχομαι (~주변을 돌아다니다, 막다, 예방하다)
- ὁμαρτέω (to meet in fight)
- μάρναμαι (싸우다, 다투다, 교전하다)
- πολεμέω (싸우다, 다투다, 교전하다)
- ἐμμάχομαι (to fight a battle in)
- προμαχέω (to fight in front)
- νυκτομαχέω (to fight by night)
- διαξιφίζομαι (to fight to the death)
- φιλομαχέω (to be eager to fight)
- προμάχομαι (to fight for or in defence of)
- προαγωνίζομαι (to fight for or in defence of)
- παλαιμονέω (to wrestle or fight)
- ἀπομάχομαι (거절하다, 거부하다, 굴절하다)
- θυμομαχέω (to fight desperately)
- ἀπομάχομαι (to fight from, to fight from, to fight desperately)
- ἱππομαχέω (to fight on horseback)
-
싸우다
- διαγωνίζομαι (다투다, 싸우다, 논쟁하다)
- ἀντιμάχομαι (to fight against)
- ἐναγωνίζομαι (to contend or fight among)
- διαμάχομαι (끝까지 싸우다, 결판을 내다)
- θεομαχέω (to fight against the gods)
- προσμάχομαι (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- διαγωνίζομαι (to fight desperately, contend earnestly)
- ἀντιφέρω (방해하다, 반대하다)
- ἐριδμαίνω (다투다, 싸우다)
- ἐπαγωνίζομαι (싸우다, 다투다)
- ἐπαγωνίζομαι (to contend with)
- ἀντιποιέω (둘러보다, 살펴보다, 무서워하다)
-
노력하다
파생어
- ἀνταγωνίζομαι (to struggle against, prove a match for, to struggle or dispute with)
- διαγωνίζομαι (다투다, 싸우다, 논쟁하다)
- ἐναγωνίζομαι (to contend or fight among, to fight in)
- ἐξαγωνίζομαι (to struggle hard)
- ἐπαγωνίζομαι (싸우다, 다투다)
- καταγωνίζομαι (넘다, 정복하다, 압도하다)
- προαγωνίζομαι (to fight before, you have before had, to fight for or in defence of)
- συναγωνίζομαι (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- συνεπαγωνίζομαι (to join in stirring up a contest besides)