헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐριδμαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐριδμαίνω

형태분석: ἐριδμαίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: = e)reqi/zw,

  1. 긁다, 흥분시키다, 화나게 하다
  2. 다투다, 싸우다
  1. to provoke to strife, irritate
  2. to contend

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐριδμαίνω

(나는) 긁는다

ἐριδμαίνεις

(너는) 긁는다

ἐριδμαίνει

(그는) 긁는다

쌍수 ἐριδμαίνετον

(너희 둘은) 긁는다

ἐριδμαίνετον

(그 둘은) 긁는다

복수 ἐριδμαίνομεν

(우리는) 긁는다

ἐριδμαίνετε

(너희는) 긁는다

ἐριδμαίνουσιν*

(그들은) 긁는다

접속법단수 ἐριδμαίνω

(나는) 긁자

ἐριδμαίνῃς

(너는) 긁자

ἐριδμαίνῃ

(그는) 긁자

쌍수 ἐριδμαίνητον

(너희 둘은) 긁자

ἐριδμαίνητον

(그 둘은) 긁자

복수 ἐριδμαίνωμεν

(우리는) 긁자

ἐριδμαίνητε

(너희는) 긁자

ἐριδμαίνωσιν*

(그들은) 긁자

기원법단수 ἐριδμαίνοιμι

(나는) 긁기를 (바라다)

ἐριδμαίνοις

(너는) 긁기를 (바라다)

ἐριδμαίνοι

(그는) 긁기를 (바라다)

쌍수 ἐριδμαίνοιτον

(너희 둘은) 긁기를 (바라다)

ἐριδμαινοίτην

(그 둘은) 긁기를 (바라다)

복수 ἐριδμαίνοιμεν

(우리는) 긁기를 (바라다)

ἐριδμαίνοιτε

(너희는) 긁기를 (바라다)

ἐριδμαίνοιεν

(그들은) 긁기를 (바라다)

명령법단수 ἐρίδμαινε

(너는) 긁어라

ἐριδμαινέτω

(그는) 긁어라

쌍수 ἐριδμαίνετον

(너희 둘은) 긁어라

ἐριδμαινέτων

(그 둘은) 긁어라

복수 ἐριδμαίνετε

(너희는) 긁어라

ἐριδμαινόντων, ἐριδμαινέτωσαν

(그들은) 긁어라

부정사 ἐριδμαίνειν

긁는 것

분사 남성여성중성
ἐριδμαινων

ἐριδμαινοντος

ἐριδμαινουσα

ἐριδμαινουσης

ἐριδμαινον

ἐριδμαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐριδμαίνομαι

(나는) 긁어진다

ἐριδμαίνει, ἐριδμαίνῃ

(너는) 긁어진다

ἐριδμαίνεται

(그는) 긁어진다

쌍수 ἐριδμαίνεσθον

(너희 둘은) 긁어진다

ἐριδμαίνεσθον

(그 둘은) 긁어진다

복수 ἐριδμαινόμεθα

(우리는) 긁어진다

ἐριδμαίνεσθε

(너희는) 긁어진다

ἐριδμαίνονται

(그들은) 긁어진다

접속법단수 ἐριδμαίνωμαι

(나는) 긁어지자

ἐριδμαίνῃ

(너는) 긁어지자

ἐριδμαίνηται

(그는) 긁어지자

쌍수 ἐριδμαίνησθον

(너희 둘은) 긁어지자

ἐριδμαίνησθον

(그 둘은) 긁어지자

복수 ἐριδμαινώμεθα

(우리는) 긁어지자

ἐριδμαίνησθε

(너희는) 긁어지자

ἐριδμαίνωνται

(그들은) 긁어지자

기원법단수 ἐριδμαινοίμην

(나는) 긁어지기를 (바라다)

ἐριδμαίνοιο

(너는) 긁어지기를 (바라다)

ἐριδμαίνοιτο

(그는) 긁어지기를 (바라다)

쌍수 ἐριδμαίνοισθον

(너희 둘은) 긁어지기를 (바라다)

ἐριδμαινοίσθην

(그 둘은) 긁어지기를 (바라다)

복수 ἐριδμαινοίμεθα

(우리는) 긁어지기를 (바라다)

ἐριδμαίνοισθε

(너희는) 긁어지기를 (바라다)

ἐριδμαίνοιντο

(그들은) 긁어지기를 (바라다)

명령법단수 ἐριδμαίνου

(너는) 긁어져라

ἐριδμαινέσθω

(그는) 긁어져라

쌍수 ἐριδμαίνεσθον

(너희 둘은) 긁어져라

ἐριδμαινέσθων

(그 둘은) 긁어져라

복수 ἐριδμαίνεσθε

(너희는) 긁어져라

ἐριδμαινέσθων, ἐριδμαινέσθωσαν

(그들은) 긁어져라

부정사 ἐριδμαίνεσθαι

긁어지는 것

분사 남성여성중성
ἐριδμαινομενος

ἐριδμαινομενου

ἐριδμαινομενη

ἐριδμαινομενης

ἐριδμαινομενον

ἐριδμαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠρίδμαινον

(나는) 긁고 있었다

ἠρίδμαινες

(너는) 긁고 있었다

ἠρίδμαινεν*

(그는) 긁고 있었다

쌍수 ἠριδμαίνετον

(너희 둘은) 긁고 있었다

ἠριδμαινέτην

(그 둘은) 긁고 있었다

복수 ἠριδμαίνομεν

(우리는) 긁고 있었다

ἠριδμαίνετε

(너희는) 긁고 있었다

ἠρίδμαινον

(그들은) 긁고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠριδμαινόμην

(나는) 긁어지고 있었다

ἠριδμαίνου

(너는) 긁어지고 있었다

ἠριδμαίνετο

(그는) 긁어지고 있었다

쌍수 ἠριδμαίνεσθον

(너희 둘은) 긁어지고 있었다

ἠριδμαινέσθην

(그 둘은) 긁어지고 있었다

복수 ἠριδμαινόμεθα

(우리는) 긁어지고 있었다

ἠριδμαίνεσθε

(너희는) 긁어지고 있었다

ἠριδμαίνοντο

(그들은) 긁어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 긁다

  2. 다투다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION