헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγωνίζομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀγωνίζομαι

형태분석: ἀγωνίζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 싸우다, 다투다
  2. 싸우다, 다투다, 교전하다, 논쟁하다
  3. 노력하다, 분투하다, 힘쓰다
  1. to contend for a prize
  2. to fight
  3. to contend for the prize on the stage, to contend for victory
  4. to contend against, to fight, to fight against
  5. to struggle, to exert oneself
  6. to be won by a contest, to be brought to issue, the contested points, under debate, shall be brought to issue

활용 정보

현재 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ὁ δὲ ζῶντοσ ἔτι καὶ κινδυνεύοντοσ ἐν τῷ βίῳ μακαρισμόσ, ὥσπερ ἀγωνιζομένου κήρυγμα καὶ στέφανοσ, ἐστὶν ἀβέβαιοσ καὶ ἄκυροσ. (Plutarch, , chapter 27 6:5)

    (플루타르코스, , chapter 27 6:5)

  • οἱ δὲ Καίσαροσ φίλοι ταύτην ἀρχὴν λαβόντεσ ἠξίουν τινὰ γενέσθαι καὶ Καίσαροσ λόγον, ἀγωνιζομένου τοσούτουσ ἀγῶνασ ὑπὲρ τῆσ ἡγεμονίασ· (Plutarch, Pompey, chapter 56 1:1)

    (플루타르코스, Pompey, chapter 56 1:1)

  • εἰ μὲν γὰρ ἄλλον τιν’ ἀγῶν’ ἀγωνιζομένου σου ταῦτα κατηγοροῦμεν, δικαίωσ ἂν ἠγανάκτεισ· (Demosthenes, Speeches 21-30, 30:1)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 30:1)

  • οὐκοῦν εὐωχούμην τῆσ θέασ καὶ ἐλογιζόμην πρὸσ ἐμαυτὸν ὅτι τότε Ἀθήνησιν ὢν οὐχ οἱο͂́σ τ̓ ἂν ἦν μετασχεῖν τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων ἀνταγωνιζομένων, ἀλλὰ Σοφοκλέουσ μὲν πρὸσ Αἰσχύλον νέου πρὸσ γέροντα, καὶ πρὸσ Εὐριπίδην πρεσβυτέρου πρὸσ νεώτερον ἀγωνιζομένου μετέσχον τινέσ· (Dio, Chrysostom, Orationes, 4:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 4:1)

  • βιαζομένου δὲ τοῦ Φωκίωνοσ καὶ πρὸσ περίστασιν ἀπεγνωσμένην ὑπὲρ τοῦ ζῆν ἀγωνιζομένου οἱ μὲν πλησίον ὄντεσ ἤκουον τῶν τῆσ ὑποθέσεωσ δικαίων, οἱ δὲ μακρότερον διεστηκότεσ διὰ τὸ μέγεθοσ τῆσ κραυγῆσ τῶν θορυβούντων ἤκουον μὲν οὐδέν, αὐτὴν δὲ μόνην ἐθεώρουν τὴν τοῦ σώματοσ κίνησιν, γινομένην ἐναγώνιον καὶ ποικίλην διὰ τὸ μέγεθοσ τοῦ κινδύνου. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 67 1:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 67 1:1)

유의어

  1. to contend for a prize

  2. 싸우다

  3. 싸우다

  4. 노력하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION