ἀφικνέομαι
ε-contract Verb;
이상동사
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀφικνέομαι
Structure:
ἀπ
(Prefix)
+
ἱκνέ
(Stem)
+
ομαι
(Ending)
Sense
- to come to, from, to arrive at, reach, to arrive, the person reached, came up, to come up to
- to come into
- to come
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ταῦτα οὕτωσ ἰσχυρῶσ περιελήλυθε τοὺσ πολλοὺσ ὥστε ἐπειδάν τισ ἀποθάνῃ τῶν οἰκείων, πρῶτα μὲν φέροντεσ ὀβολὸν εἰσ τὸ στόμα κατέθηκαν αὐτῷ, μισθὸν τῷ πορθμεῖ τῆσ ναυτιλίασ γενησόμενον, οὐ πρότερον ἐξετάσαντεσ ὁποῖον τὸ νόμισμα νομίζεται καὶ διαχωρεῖ παρὰ τοῖσ κάτω, καὶ εἰ δύναται παρ’ ἐκείνοισ Ἀττικὸσ ἢ Μακεδονικὸσ ἢ Αἰγιναῖοσ ὀβολόσ, οὐδ’ ὅτι πολὺ κάλλιον ἦν μὴ ἔχειν τὰ πορθμεῖα καταβαλεῖν οὕτω γὰρ ἂν οὐ παραδεξαμένου τοῦ πορθμέωσ ἀναπόμπιμοι πάλιν εἰσ τὸν βίον ἀφικνοῦντο. (Lucian, (no name) 10:1)
- αὐτοὶ γὰρ εἰσ Βηρυτὸν ἀφικνοῦντο ὑπαντῆσαι βουλόμενοι Κεστίῳ. (Flavius Josephus, 60:2)
- τοὺσ γὰρ ἄλλουσ νέουσ, ὅσοι παρ’ αὐτόν ἀφικνοῦντο, φιλοτιμούμενοσ κατεῖχε καὶ ποθῶν αὐτῷ συνεῖναι, τοῦ δὲ Κάτωνοσ οὐδὲν ἐδεήθη τοιοῦτον, ἀλλ’ ὥσπερ οὐκ ἀνυπεύθυνοσ ἄρχων ἐκείνου παρόντοσ ἐξέπεμψεν ἄσμενοσ, μόνῳ σχεδὸν ἐκείνῳ τῶν εἰσ Ῥώμην πλεόντων τὰ τέκνα καὶ τὴν γυναῖκα παρακαταθέμενοσ, ἄλλωσ αὐτῷ προσήκοντα καὶ διὰ συγγένειαν. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 14 2:3)
- γενομένῳ δὲ αὐτῷ περὶ πόλιν Μελίτειαν ἀφικνοῦντο πολλαχόθεν ἀγγελίαι πορθεῖσθαι τὰ κατόπιν αὖθισ οὐκ ἐλάττονι στρατιᾷ βασιλικῇ τῆσ πρότερον. (Plutarch, Sulla, chapter 20 1:2)
- οἱ δὲ διασωθέντεσ ἐκ τῆσ φυγῆσ τραυματίαι τε οἱ πλείουσ καὶ τὰ ὅπλα μικροῦ δεῖν πάντεσ ἀπολωλεκότεσ εἰσ πόλιν Τύσκλον ἀφικνοῦντο· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 23 8:2)
Synonyms
-
to come to
-
to come into
- εἴσειμι (to come into court)
- εἰσέρχομαι ( to come into court)
- εἰσβαίνω (to go into, enter, to come into)
- ὁμιλέω (to come into, be in, visit)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- σύνειμι (to come in)
- ἐκπίπτω (to come out)
- βάσκω ( come, go)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἔρχομαι (I come, go)
- ἱκνέομαι (to come)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- παραβάλλω (to come n)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἵκω (to come to)
- ἀμείβω (comes on)
- ἀγρέω (come, come on)
- βλώσκω (come, go)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )
- ἐξικνέομαι (to come to)
- ἑρπύζω (to go, come)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- εἰσνέομαι (to go into)
- εἰσαναβαίνω (to go up to or into)
- εἰσάνειμι (to go up into)
- εἰσέρπω (to go into)
- γίγνομαι (to come into being, to be born)
- ἐπεισέρχομαι (to come into beside, to be imported)
- ἐμβατεύω (to enter on, come into possession of)
- εἰσαφικνέομαι (to come into or to, reach or arrive at)
- προσίστημι (it comes into, head, occurs to)
-
to come
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐκπίπτω (to come out)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἔρχομαι (I come, go)
- ἱκνέομαι (to come)
- ἵκω (to come to)
- παραβάλλω (to come n)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- σύνειμι (to come in)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- βλώσκω (come, go)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- ἀμείβω (comes on)
- ἀγρέω (come, come on)
- βάσκω ( come, go)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )
- ἐξικνέομαι (to come to)
- συνεκπεράω (to come out together)
- συμπορεύομαι (to come together)
- ἱκνέομαι (to come upon)
- ἵκω (come upon, upon)
- προσέρπω (to come to or upon)
- προσβαίνω (to come upon)
- ἔπειμι (to come upon)
- περιβαίνω (to come round)
- περίειμι (to come round to)
- περιέρχομαι (to come round)
- περινίσσομαι (to come round)
- κατίσχω (to come down)
- συγκαταβαίνω (to go or come down with)
- ἐπεισέρχομαι (to come in besides)
- προσνίσσομαι (to come against)
- πάρειμι (to have come from)
- προεισέρχομαι (to come or go in before)
- ἐξάνειμι (to come back from)
- καθήκω (is come, [the time], comes)
- πρόσειμι (to come on, be at hand)
- παρίστημι (I come, I am at hand)
- ἐπεισέρχομαι (to come in after)
- ἐξορίζω (to come forth from)
- ἐξανέρχομαι (to come forth from)
- ἔξειμι (to come forth)
- συνανύτω (to come to an end with)
- ἀνύω (to come to an end)
- περαίνω (to come to an end, end)
- τελευτάω (to come to an end)
- πελάζω (come near)
- προσχρίμπτω (to come near)
- ἐπιπίλναμαι (to come near)
- πρόσειμι (to come forward)
- προπορεύομαι (to come forward)
- ἐπέρχομαι (to come on, return)
- προσστείχω (to go or come towards)
- ὑπαντάω (to come or go to meet)
- ἐπιχορεύω (to come dancing on)
- ἀναδύνω (to come up, rise)
- συγγίγνομαι (to come to assist)
- προσνίσσομαι (to come or go to, to approach)
- ἐπιδημέω (to come home)
- προσαμύνω (to come to aid)
Derived
- διικνέομαι (to go through, penetrate, to reach)
- εἰσαφικνέομαι (to come into or to, reach or arrive at)
- εἰσικνέομαι (to go into, penetrate)
- ἐξικνέομαι (to reach, arrive at, to come to)
- ἐφικνέομαι (to reach at, aim at, to reach or extend)
- ἱκνέομαι (to come, to come to, came)
- καθικνέομαι (to come down to, to reach, touch)
- προαφικνέομαι (to arrive first)
- προσαφικνέομαι (to arrive at, to arrive and join, to approach)
- προσικνέομαι (to come to, reach, to reach so far as)
- συνικνέομαι (to pertain to, interest)