Ancient Greek-English Dictionary Language

σχέθω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σχέθω

Structure: σχέθ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: = e)/xw

Sense

  1. to hold
  2. to have
  3. to hold back, keep away or off, staunched

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σχέθω σχέθεις σχέθει
Dual σχέθετον σχέθετον
Plural σχέθομεν σχέθετε σχέθουσιν*
SubjunctiveSingular σχέθω σχέθῃς σχέθῃ
Dual σχέθητον σχέθητον
Plural σχέθωμεν σχέθητε σχέθωσιν*
OptativeSingular σχέθοιμι σχέθοις σχέθοι
Dual σχέθοιτον σχεθοίτην
Plural σχέθοιμεν σχέθοιτε σχέθοιεν
ImperativeSingular σχέθε σχεθέτω
Dual σχέθετον σχεθέτων
Plural σχέθετε σχεθόντων, σχεθέτωσαν
Infinitive σχέθειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σχεθων σχεθοντος σχεθουσα σχεθουσης σχεθον σχεθοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σχέθομαι σχέθει, σχέθῃ σχέθεται
Dual σχέθεσθον σχέθεσθον
Plural σχεθόμεθα σχέθεσθε σχέθονται
SubjunctiveSingular σχέθωμαι σχέθῃ σχέθηται
Dual σχέθησθον σχέθησθον
Plural σχεθώμεθα σχέθησθε σχέθωνται
OptativeSingular σχεθοίμην σχέθοιο σχέθοιτο
Dual σχέθοισθον σχεθοίσθην
Plural σχεθοίμεθα σχέθοισθε σχέθοιντο
ImperativeSingular σχέθου σχεθέσθω
Dual σχέθεσθον σχεθέσθων
Plural σχέθεσθε σχεθέσθων, σχεθέσθωσαν
Infinitive σχέθεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σχεθομενος σχεθομενου σχεθομενη σχεθομενης σχεθομενον σχεθομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to hold

  2. to have

  3. to hold back

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION