Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαταβαίνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκαταβαίνω συγκαταβήσομαι συγκατέβην

Structure: συγ (Prefix) + κατα (Prefix) + βαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to go or come down with
  2. to go down together, to the sea-side
  3. to come down to one's aid
  4. to come down to, agree to

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταβαίνω συγκαταβαίνεις συγκαταβαίνει
Dual συγκαταβαίνετον συγκαταβαίνετον
Plural συγκαταβαίνομεν συγκαταβαίνετε συγκαταβαίνουσιν*
SubjunctiveSingular συγκαταβαίνω συγκαταβαίνῃς συγκαταβαίνῃ
Dual συγκαταβαίνητον συγκαταβαίνητον
Plural συγκαταβαίνωμεν συγκαταβαίνητε συγκαταβαίνωσιν*
OptativeSingular συγκαταβαίνοιμι συγκαταβαίνοις συγκαταβαίνοι
Dual συγκαταβαίνοιτον συγκαταβαινοίτην
Plural συγκαταβαίνοιμεν συγκαταβαίνοιτε συγκαταβαίνοιεν
ImperativeSingular συγκαταβαίνε συγκαταβαινέτω
Dual συγκαταβαίνετον συγκαταβαινέτων
Plural συγκαταβαίνετε συγκαταβαινόντων, συγκαταβαινέτωσαν
Infinitive συγκαταβαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταβαινων συγκαταβαινοντος συγκαταβαινουσα συγκαταβαινουσης συγκαταβαινον συγκαταβαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταβαίνομαι συγκαταβαίνει, συγκαταβαίνῃ συγκαταβαίνεται
Dual συγκαταβαίνεσθον συγκαταβαίνεσθον
Plural συγκαταβαινόμεθα συγκαταβαίνεσθε συγκαταβαίνονται
SubjunctiveSingular συγκαταβαίνωμαι συγκαταβαίνῃ συγκαταβαίνηται
Dual συγκαταβαίνησθον συγκαταβαίνησθον
Plural συγκαταβαινώμεθα συγκαταβαίνησθε συγκαταβαίνωνται
OptativeSingular συγκαταβαινοίμην συγκαταβαίνοιο συγκαταβαίνοιτο
Dual συγκαταβαίνοισθον συγκαταβαινοίσθην
Plural συγκαταβαινοίμεθα συγκαταβαίνοισθε συγκαταβαίνοιντο
ImperativeSingular συγκαταβαίνου συγκαταβαινέσθω
Dual συγκαταβαίνεσθον συγκαταβαινέσθων
Plural συγκαταβαίνεσθε συγκαταβαινέσθων, συγκαταβαινέσθωσαν
Infinitive συγκαταβαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταβαινομενος συγκαταβαινομενου συγκαταβαινομενη συγκαταβαινομενης συγκαταβαινομενον συγκαταβαινομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τέλοσ δὲ τῶν περὶ Ἀντίπατρον καθ’ ἡμέραν προαγόντων τὰσ δυνάμεισ καὶ προκαλουμένων εἰσ μάχην τὸ μὲν πρῶτον ἀνέμενον τοὺσ ἀπὸ τῶν πόλεων παραγενησομένουσ, τῶν δὲ καιρῶν κατεπειγόντων ἠναγκάζοντο συγκαταβαίνειν εἰσ τὸν ὑπὲρ τῶν ὅλων κίνδυνον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 17 3:1)
  • ἔδοξεν οὖν αὐτοῖσ εἰσ μὲν μάχην μὴ συγκαταβαίνειν, ἑώσ ἂν οἱ περὶ Σέλευκον ἐκ τῶν ἄνω σατραπειῶν καταβῶσι, τόπουσ δὲ ὀχυροὺσ καταλαβέσθαι καὶ χάρακι καὶ τάφρῳ τὴν στρατοπεδείαν ἀσφαλισαμένουσ ὑπομένειν τῶν πολεμίων τὴν ἔφοδον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 108 5:1)
  • μέχρισ ἂν οὖν παγῶσιν ἐν ὑμῖν αἱ κομψαὶ ὑπολήψεισ καὶ δυναμίν τινα περιποιήσησθε πρὸσ ἀσφάλειαν, συμβουλεύω ὑμῖν εὐλαβῶσ τοῖσ ἰδιώταισ συγκαταβαίνειν· (Epictetus, Works, book 3, 9:1)
  • ὄντα δὲ καὶ αὐτὸν ἐν τοῖσ ὅπλοισ καὶ συγκαταβαίνειν παρεσκευασμένον οἵ τε φίλοι διὰ τὸ μέγεθοσ τοῦ κινδύνου κατέσχον καὶ τὰ παρὰ τῶν ἡγεμόνων λεγόμενα· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 147:1)
  • συνεβούλευον οὖν τῶν θεῶν φανερῶσ σημαινόντων τὴν ἐσομένην τῇ πόλει συμφορὰν μὴ συγκαταβαίνειν εἰσ τὸ διὰ μάχησ κρίνειν τὸν πόλεμον, ἑτέραν δὲ διάλυσιν ζητεῖν διὰ λόγων ἀσφαλεστέραν. (Diodorus Siculus, Library, book xvii, chapter 7 34:1)

Synonyms

  1. to go or come down with

  2. to go down together

  3. to come down to one's aid

  4. to come down to

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION