Ancient Greek-English Dictionary Language

πονηρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πονηρός πονηρή πονηρόν

Structure: πονηρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pone/w

Sense

  1. toilsome, painful, grievous
  2. in bad case, in sorry plight, useless, good-for-nothing, in bad case
  3. bad, worthless, knavish, rogue and son of rogues, wicked, the evil one
  4. base, cowardly, coward's

Examples

  • ὁ δὲ βασιλεὺσ Πτολεμαῖοσ ἐκυρίευσε τῶν πόλεων τῆσ παραλίασ ἕωσ Σελευκείασ τῆσ παραθαλασσίασ καὶ διελογίζετο περὶ Ἀλεξάνδρου λογισμοὺσ πονηρούσ. (Septuagint, Liber Maccabees I 11:8)
  • ἰδὲ σὺ τὸν μισοῦντα ἄνομα καὶ τὸν ὀλλύντα τοὺσ πονηροὺσ ὄντα αἰώνιον δίκαιον. (Septuagint, Liber Iob 34:17)
  • καὶ δώσω τοὺσ πονηροὺσ ἀντὶ τῆσ ταφῆσ αὐτοῦ καὶ τοὺσ πλουσίουσ ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ. ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλοσ ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Isaiae 53:9)
  • τάδε λέγει Κύριοσ Κύριοσ. καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀναβήσεται ρήματα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου, καὶ λογιῇ λογισμοὺσ πονηροὺσ (Septuagint, Prophetia Ezechielis 38:10)
  • "πῶσ οὖν ὁ Πρωτεὺσ τοῦτο διακρινεῖ καὶ τοὺσ μὲν χρηστοὺσ ὠφελήσει, τοὺσ δὲ πονηροὺσ οὐ φιλοκινδυνοτέρουσ καὶ τολμηροτέρουσ ἀποφανεῖ; (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:62)

Synonyms

  1. toilsome

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION