Ancient Greek-English Dictionary Language

μογερός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μογερός μογερή μογερόν

Structure: μογερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: mo/gos

Sense

  1. toiling, wretched
  2. toilsome, grievous

Examples

  • ἄγε παῖ, φίλιον πρόσπτυγμα μεθεὶσ μητρὸσ μογερᾶσ, βαῖνε πατρῴων πύργων ἐπ’ ἄκρασ στεφάνασ, ὅθι σοι πνεῦμα μεθεῖναι ψῆφοσ ἐκράνθη. (Euripides, The Trojan Women, episode, anapests1)
  • ὦ τέκνον, ὦ παῖ παιδὸσ μογεροῦ, συλώμεθα σὴν ψυχὴν ἀδίκωσ μήτηρ κἀγώ. (Euripides, The Trojan Women, episode, anapests1)
  • μογερὸσ ἐγώ. (Aristophanes, Acharnians, Episode, antistrophe 1:6)
  • Νίκανδροσ δ’ ἐν Θηριακοῖσ, μυραίνησ δ’ ἔκπαγλον, ἐπεὶ μογεροὺσ ἁλιῆασ πολλάκισ ἐμβρύξασα κατεπρήνιξεν ἐπάκτρων εἰσ ἅλα φυζηθέντασ, ἐχετλίου ἐξαναδῦσα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 90 2:3)
  • , ἢ τοὺσ μογεροὺσ καὶ δυσδαίμονασ ἀτέκνουσ κλαύσω πολεμάρχουσ; (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, anapests3)

Synonyms

  1. toiling

  2. toilsome

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION