Ancient Greek-English Dictionary Language

τρομερός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τρομερός τρομερή τρομερόν

Structure: τρομερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tre/mw

Sense

  1. trembling, trembling for fear, quaking
  2. fearful

Examples

  • ἀλλ’ ἦ Κρονίου Πανὸσ τρομερᾷ μάστιγι φοβῇ; (Euripides, Rhesus, choral, anapests2)
  • τρομερὰ σκηνὰσ ἔλιπον τάσδ’ Ἀγαμέμνονοσ ἐπακουσομένα, βασίλεια, σέθεν· (Euripides, The Trojan Women, choral, antistrophe 12)
  • τρομερὰ μέλεα, φέρετ’ ἐμὸν ἴχνοσ· (Euripides, The Trojan Women, episode, antistrophe 114)
  • δίκετε πεδόσε τρομερὰ σώματα δίκετε, Μαινάδεσ· (Euripides, episode, lyric2)
  • ὑπώροφα μέλαθρα καὶ γεραιὰ δέμνι’, ἀμφὶ βάκτροισ ἔρεισμα θέμενοσ, ἐστάλην ἰηλέμων γόων ἀοι‐ δὸσ ὥστε πολιὸσ ὄρνισ, ἔπεα μόνον καὶ δόκη‐ μα νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων, τρομερὰ μέν, ἀλλ’ ὅμωσ πρόθυμ’. (Euripides, Heracles, choral, strophe 11)

Synonyms

  1. fearful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION