헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πονηρός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πονηρός πονηρή πονηρόν

형태분석: πονηρ (어간) + ος (어미)

어원: pone/w

  1. 괴로운, 아픈, 힘드는, 고통스러운
  2. 쓸모없는, 보잘것없은, 몹쓸, 관련없는, 무력한, 헛된
  3. 나쁜, 사악한, 시꺼먼, 보잘것없은, 그른, 쓸모없는, 가난한
  4. 열없은, 여성스러운, 사내답지 못한, 부끄러운
  1. toilsome, painful, grievous
  2. in bad case, in sorry plight, useless, good-for-nothing, in bad case
  3. bad, worthless, knavish, rogue and son of rogues, wicked, the evil one
  4. base, cowardly, coward's

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πονηρός

괴로운 (이)가

πονηρᾱ́

괴로운 (이)가

πονηρόν

괴로운 (것)가

속격 πονηροῦ

괴로운 (이)의

πονηρᾶς

괴로운 (이)의

πονηροῦ

괴로운 (것)의

여격 πονηρῷ

괴로운 (이)에게

πονηρᾷ

괴로운 (이)에게

πονηρῷ

괴로운 (것)에게

대격 πονηρόν

괴로운 (이)를

πονηρᾱ́ν

괴로운 (이)를

πονηρόν

괴로운 (것)를

호격 πονηρέ

괴로운 (이)야

πονηρᾱ́

괴로운 (이)야

πονηρόν

괴로운 (것)야

쌍수주/대/호 πονηρώ

괴로운 (이)들이

πονηρᾱ́

괴로운 (이)들이

πονηρώ

괴로운 (것)들이

속/여 πονηροῖν

괴로운 (이)들의

πονηραῖν

괴로운 (이)들의

πονηροῖν

괴로운 (것)들의

복수주격 πονηροί

괴로운 (이)들이

πονηραί

괴로운 (이)들이

πονηρά

괴로운 (것)들이

속격 πονηρῶν

괴로운 (이)들의

πονηρῶν

괴로운 (이)들의

πονηρῶν

괴로운 (것)들의

여격 πονηροῖς

괴로운 (이)들에게

πονηραῖς

괴로운 (이)들에게

πονηροῖς

괴로운 (것)들에게

대격 πονηρούς

괴로운 (이)들을

πονηρᾱ́ς

괴로운 (이)들을

πονηρά

괴로운 (것)들을

호격 πονηροί

괴로운 (이)들아

πονηραί

괴로운 (이)들아

πονηρά

괴로운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ γὰρ πονηρότατοσ τῶν ἐν τῇ πόλει, μᾶλλον δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, Ἀριστογείτων διαδικασόμενοσ ἥκει τῇ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλῇ περὶ ἀληθείασ καὶ δικαιοσύνησ, καὶ νυνὶ μείζονα κίνδυνον ἡ τὴν ἀπόφασιν πεποιημένη βουλὴ κινδυνεύει ἢ ὁ δῶρα λαμβάνων καθ’ ὑμῶν καὶ τὴν ὑπὲρ τῶν δικαίων παρρησίαν ἀποδόμενοσ εἴκοσι μνῶν. (Dinarchus, Speeches, 2:3)

    (디나르코스, 연설, 2:3)

  • εἰ δ’ ἐγὼ ὀρθὸσ ἰδεῖν βίον ἀνέροσ ἢ τρόπον ὅστισ ἔτ’ οἰμώξεται, οὐ πολὺν οὐδ’ ὁ πίθηκοσ οὗτοσ ὁ νῦν ἐνοχλῶν, Κλειγένησ ὁ μικρόσ, ὁ πονηρότατοσ βαλανεὺσ ὁπόσοι κρατοῦσι κυκησιτέφρου ψευδολίτρου κονίασ καὶ Κιμωλίασ γῆσ, χρόνον ἐνδιατρίψει· (Aristophanes, Frogs, Parabasis, antistrophe1)

    (아리스토파네스, Frogs, Parabasis, antistrophe1)

  • ἤ, καθάπερ λέγουσιν, εἷσ ὁ πονηρότατοσ ἐν τῷ γένει γενόμενοσ, καταφάγῃ τὰ πάντων· (Plutarch, De cupiditate divitiarum, section 7 5:1)

    (플루타르코스, De cupiditate divitiarum, section 7 5:1)

  • Ἐπιχάρησ δ’ οὑτοσί, ὁ πάντων πονηρότατοσ καὶ βουλόμενοσ εἶναι τοιοῦτοσ, ὁ μνησικακῶν αὐτὸσ αὑτῷ, ‐ οὗτοσ γὰρ ἐβούλευεν ἐπὶ τῶν τριάκοντα· (Andocides, Speeches, 157:1)

    (안도키데스, 연설, 157:1)

  • ἐν Κορίνθῳ γάρ, ἐπειδὴ ὕστερον ἦλθε τῆσ πρὸσ τοὺσ πολεμίουσ μάχησ καὶ τῆσ εἰσ Κορώνειαν στρατείασ, ἐμάχετο τῷ ταξιάρχῳ Λάχητι καὶ ἔτυπτεν αὐτόν, καὶ πανστρατιᾷ τῶν πολιτῶν ἐξελθόντων, δόξασ ἀκοσμότατοσ εἶναι καὶ πονηρότατοσ, μόνοσ Ἀθηναίων ὑπὸ τῶν στρατηγῶν ἐξεκηρύχθη. (Lysias, Speeches, 54:2)

    (리시아스, Speeches, 54:2)

유의어

  1. 괴로운

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION