- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναίσχυντος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: anaischyntos 고전 발음: [아나퀸또] 신약 발음: [아내퀸또]

기본형: ἀναίσχυντος ἀναίσχυντη ἀναίσχυντον

형태분석: ἀναισχυντ (어간) + ος (어미)

  1. 멀쩡한, 파렴치한, 뻔뻔스러운
  2. 진저리나는, 망할
  1. shameless, impudent
  2. abominable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀναίσχυντος

멀쩡한 (이)가

ἀναίσχύντη

멀쩡한 (이)가

ἀναίσχυντον

멀쩡한 (것)가

속격 ἀναισχύντου

멀쩡한 (이)의

ἀναίσχύντης

멀쩡한 (이)의

ἀναισχύντου

멀쩡한 (것)의

여격 ἀναισχύντῳ

멀쩡한 (이)에게

ἀναίσχύντῃ

멀쩡한 (이)에게

ἀναισχύντῳ

멀쩡한 (것)에게

대격 ἀναίσχυντον

멀쩡한 (이)를

ἀναίσχύντην

멀쩡한 (이)를

ἀναίσχυντον

멀쩡한 (것)를

호격 ἀναίσχυντε

멀쩡한 (이)야

ἀναίσχύντη

멀쩡한 (이)야

ἀναίσχυντον

멀쩡한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀναισχύντω

멀쩡한 (이)들이

ἀναίσχύντα

멀쩡한 (이)들이

ἀναισχύντω

멀쩡한 (것)들이

속/여 ἀναισχύντοιν

멀쩡한 (이)들의

ἀναίσχύνταιν

멀쩡한 (이)들의

ἀναισχύντοιν

멀쩡한 (것)들의

복수주격 ἀναίσχυντοι

멀쩡한 (이)들이

ἀναίσχυνται

멀쩡한 (이)들이

ἀναίσχυντα

멀쩡한 (것)들이

속격 ἀναισχύντων

멀쩡한 (이)들의

ἀναίσχυντῶν

멀쩡한 (이)들의

ἀναισχύντων

멀쩡한 (것)들의

여격 ἀναισχύντοις

멀쩡한 (이)들에게

ἀναίσχύνταις

멀쩡한 (이)들에게

ἀναισχύντοις

멀쩡한 (것)들에게

대격 ἀναισχύντους

멀쩡한 (이)들을

ἀναίσχύντας

멀쩡한 (이)들을

ἀναίσχυντα

멀쩡한 (것)들을

호격 ἀναίσχυντοι

멀쩡한 (이)들아

ἀναίσχυνται

멀쩡한 (이)들아

ἀναίσχυντα

멀쩡한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καίτοι οὐδέ, εἰ καὶ πάνυ ἀναίσχυντος εἶ καὶ ἀνδρεῖος τὰ τοιαῦτα, τολμήσειας ἄν ποτε εἰπεῖν ὡς ἐπαιδεύθης ἢ ἐμέλησέ σοι πώποτε τῆς ἐν χρῷ πρὸς τὰ βιβλία συνουσίας ἢ ὡς διδάσκαλός σοι ὁ δεῖνα ἢ τῷ δεῖνι συνεφοίτας. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 3:7)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 3:7)

  • καὶ μὴν καὶ Ῥουφῖνον τὸν Κύπριον - λέγω δὴ τὸν χωλὸν τὸν ἐκ τοῦ περιπάτου - ἰδὼν ἐπὶ πολὺ τοῖς περιπάτοις ἐνδιατρίβοντα, Οὐδέν ἐστιν, ἔφη, ἀναισχυντότερον χωλοῦ Περιπατητικοῦ. (Lucian, (no name) 54:1)

    (루키아노스, (no name) 54:1)

  • τρισκαιδέκατον γοῦν ἆθλον οἰού τοῦτον οὐ σμικρὸν ἐκτελέσειν, ἢν ἐκκόψῃς μιαρὰ οὕτω καὶ ἀναίσχυντα θηρία. (Lucian, Fugitivi, (no name) 23:3)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 23:3)

  • ὅ γε μὴν Ἐπίκουρος σφόδρα ἀναισχύντως ὑφελόμενος τὸ τῆς παρασιτικῆς τέλος τῆς καθ αὑτὸν εὐδαιμονίας τέλος αὐτὸ ποιεῖ. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 11:1)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 11:1)

  • ἀλλὰ μὰ τὴν ἀναίσχυντον Ἀθηνᾶν καὶ τὸν μέγαν θηριομάχον Ἡρακλέα οὐδ ὅσον τοῦ γρῦ καὶ τοῦ φνεῖ φροντιοῦμεν αὐτοῦ: (Lucian, Lexiphanes, (no name) 19:2)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 19:2)

  • ἀναίσχυντος εἶ καὶ βδελυρὸς ὦ προδότα τῆς πατρίδος, ὅστις ἡμῶν μόνος σπεισάμενος εἶτα δύνασαι πρὸς ἔμ ἀποβλέπειν. (Aristophanes, Acharnians, Parodos, strophe 16)

    (아리스토파네스, Acharnians, Parodos, strophe 16)

  • εὖ ἴσθι νυν ἀναίσχυντος ὢν σιδηροῦς τ ἀνήρ, ὅστις παρασχὼν τῇ πόλει τὸν αὐχένα ἅπασι μέλλεις εἷς λέγειν τἀναντία. (Aristophanes, Acharnians, Lyric-Scene, strophe 13)

    (아리스토파네스, Acharnians, Lyric-Scene, strophe 13)

  • ἀναίσχυντός <τις> εἶ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode37)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Episode37)

  • πῶς οὖν οὐκ ἀναίσχυντος οὗτος, ὃς προς Ἀλέξανδρον ἁμιλλᾶται, ᾧ οὐδὲ Σκηπίων ἐγὼ ὁ νενικηκὼς ἐμαυτὸν παραβάλλεσθαι ἀξιῶ· (Lucian, Dialogi mortuorum, 17:1)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 17:1)

유의어

  1. 멀쩡한

  2. 진저리나는

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION