αἰσχύνω?
비축약 동사;
로마알파벳 전사: aischynō
고전 발음: [아이스퀴노:]
신약 발음: [애스퀴노]
기본형:
αἰσχύνω
형태분석:
αἰσχύν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to make ugly, disfigure, mar
- to dishonour, tarnish
- to dishonour
- to be dishonoured
- to be ashamed, feel shame
- to be ashamed at, to be ashamed at doing, to be ashamed to do
- to feel shame before one
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πληγαὶ καὶ ἔλεγχοι διδόασι σοφίαν, παῖς δὲ πλανώμενος αἰσχύνει γονεῖς αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 29:15)
(70인역 성경, 잠언 29:15)
- αἰσχύνεσθε ἀπὸ πατρὸς καὶ μητρὸς περὶ πορνείας καὶ ἀπὸ ἡγουμένου καὶ δυνάστου περὶ ψεύδους, (Septuagint, Liber Sirach 41:17)
(70인역 성경, Liber Sirach 41:17)
- ἡ δέ γε σώφρων χρυσῷ ^ μὲν τὰ ἀρκοῦντα καὶ μόνον τὰ ἀναγκαῖα προσχρῆται, τὸ δ αὑτῆς κάλλος οὐκ ἂν αἰσχύνοιτο, οἶμαι, καὶ γυμνὴ δεικνύουσα. (Lucian, De Domo, (no name) 7:5)
(루키아노스, De Domo, (no name) 7:5)
- καὶ διὰ τοῦτο ὡς εἰς τοσούτους ἀποδυσόμενοι εὐεξίας τε ἐπιμελοῦνται, ὡς μὴ αἰσχύνοιντο γυμνωθέντες, καὶ ἀξιονικότατον ἕκαστος αὑτὸν ἀπεργάζεται. (Lucian, Anacharsis, (no name) 36:6)
(루키아노스, Anacharsis, (no name) 36:6)
- ἐμοὶ δὲ οὐ πάνυ ἱκανόν, εἰ καινοποιεῖν δοκοίην, μηδὲ ἔχοι τις λέγειν ἀρχαιότερόν τι τοῦ πλάσματος, οὗ τοῦτο ἀπόγονόν ἐστιν, ἀλλ᾿ εἰ μὴ καὶ χάριεν φαίνοιτο, αἰσχυνοίμην ἄν, εὖ ἴσθι, ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ ξυμπατήσας ἂν ἀφανίσαιμι: (Lucian, Prometheus es in verbis 7:4)
(루키아노스, Prometheus es in verbis 7:4)
- Ὅρκος <Οὐκ αἰσχυνῶ τὰ ἱερὰ ὅπλα, οὐδὲ λείψω τὸν παραστάτην ὅπου ἂν στοιχήσω: (Lycurgus, Speeches, 100:3)
(리쿠르고스, 연설, 100:3)
유의어
-
to dishonour
-
to be dishonoured
-
to be ashamed
-
to be ashamed at
- δυσωπέω (to be ashamed of)
- ἐπαισχύνομαι (to be ashamed at or of, to be ashamed, to be ashamed of)
-
to feel shame before one