αἰσχύνω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
αἰσχύνω
형태분석:
αἰσχύν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to make ugly, disfigure, mar
- to dishonour, tarnish
- to dishonour
- to be dishonoured
- to be ashamed, feel shame
- to be ashamed at, to be ashamed at doing, to be ashamed to do
- to feel shame before one
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ἐλάλουν ἐν τοῖσ μαρτυρίοισ σου ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ᾐσχυνόμην. (Septuagint, Liber Psalmorum 118:46)
(70인역 성경, 시편 118:46)
- Ἐγὼ μὲν ᾐσχυνόμην ἄν, ὦ Ζεῦ, εἴ μοι τοιοῦτοσ υἱὸσ ἦν θῆλυσ οὕτω καὶ διεφθαρμένοσ ὑπὸ τῆσ μέθησ, μίτρᾳ μὲν ἀναδεδεμένοσ τὴν κόμην, τὰ πολλὰ δὲ μαινομέναισ ταῖσ γυναιξὶ συνών, ἁβρότεροσ αὐτῶν ἐκείνων, ὑπὸ τυμπάνοισ καὶ αὐλῷ καὶ κυμβάλοισ χορεύων, καὶ ὅλωσ παντὶ μᾶλλον ἐοικὼσ ἢ σοὶ τῷ πατρί. (Lucian, Dialogi deorum, 1:1)
(루키아노스, Dialogi deorum, 1:1)
- καίτοι ἐγὼ μὲν ἀποφράδα μὴ εἰδὼσ ᾐσχυνόμην ἂν μᾶλλον, οὐχ ὅπωσ εἰπὼν ἀρνηθείην ἄν σὲ δὲ οὐδεὶσ ᾐτιάσατο ἡμῶν βρωμολόγουσ λέγοντα καὶ τροπομάσθλητασ καὶ ῥησιμετρεῖν καὶ ἀθηνιῶ ^ καὶ ἀνθοκρατεῖν καὶ σφενδικίζειν καὶ χειροβλιμᾶσθαι. (Lucian, Pseudologista, (no name) 21:2)
(루키아노스, Pseudologista, (no name) 21:2)
- εἶτ’ ἐγὼ εἰσ τοῦτο ἀπονοίασ ἦλθον, ὥστε ἄλλων τε τοσούτων ἀνθρώπων συνακολουθούντων καὶ Διωξίππου καὶ Εὐφραίου τοῦ προσγυμναστοῦ αὐτοῦ, οἳ τῶν Ἑλλήνων ὁμολογουμένωσ ἰσχυρότατοί εἰσιν, οὔ[τ]’ ᾐσχυνόμην τοιούτουσ λόγουσ λέγων περὶ γυναικὸσ ἐλευθέρασ πάντων ἀκουόντων, [οὔτ’] ἐδεδίειν μὴ πα[ραχρ]ῆμα ἀπόλωμαι [πνι]γόμενοσ; (Hyperides, Speeches, 13:1)
(히페레이데스, Speeches, 13:1)
- ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ᾐσχυνόμην ὥσθ’ ἱστορῆσαι, τὰσ ἐμὰσ δυσχλαινίασ κρύπτων ὑπ’ αἰδοῦσ τῆσ τύχησ. (Euripides, Helen, episode, dialogue 1:5)
(에우리피데스, Helen, episode, dialogue 1:5)
유의어
-
to dishonour
-
to be dishonoured
-
to be ashamed
-
to be ashamed at
-
to feel shame before one