αἰσχύνω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
αἰσχύνω
형태분석:
αἰσχύν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to make ugly, disfigure, mar
- to dishonour, tarnish
- to dishonour
- to be dishonoured
- to be ashamed, feel shame
- to be ashamed at, to be ashamed at doing, to be ashamed to do
- to feel shame before one
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πληγαὶ καὶ ἔλεγχοι διδόασι σοφίαν, παῖσ δὲ πλανώμενοσ αἰσχύνει γονεῖσ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 29:15)
(70인역 성경, 잠언 29:15)
- καὶ ἐξὸν [ἡμῖν] λαμπροτάτοισ [εἶναι] παρὰ τῷ δήμῳ [καὶ τὸ]ν ὑπόλοιπον [βίον ὑ]πὸ δόξησ χρη[στῆσ πα]ραπεμφθῆ[ναι, ἅπα]ντα ταῦτα ἀνέτρ[εψασ, κα]ὶ οὐκ αἰσχύνει νυνὶ τηλικοῦτ[οσ] ὢν ὑπὸ μειρακίων κρινόμενοσ περὶ δωροδοκίασ. (Hyperides, Speeches, 5:7)
(히페레이데스, Speeches, 5:7)
- ἐχθρὸσ μὲν γὰρ τοῖσι μετέσσεται, οὕσ κεν ἵκηται χρημοσύνῃ τ’ εἴκων καὶ στυγερῇ πενίῃ, αἰσχύνει δὲ γένοσ, κατὰ δ’ ἀγλαὸν εἶδοσ ἐλέγχει, πᾶσα δ’ ἀτιμίη καὶ κακότησ ἕπεται. (Lycurgus, Speeches, 144:5)
(리쿠르고스, 연설, 144:5)
- τὰ γὰρ τοιαῦτα τῶν ἀκουόντων μᾶλλον αἰσχύνει τοὺσ λέγοντασ, ἔτι δὲ καὶ σύγχυσιν ἀπεργάζεται τῶν πραγμάτων καὶ διαταράττει τὰ βουλευτήρια καὶ τὰσ ἐκκλησίασ. (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 14 26:1)
(플루타르코스, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 14 26:1)
- νεφέλη δ’ ὀφρύων ὕπερ αἱματόεν ῥέθοσ αἰσχύνει, τέγγουσ’ εὐῶπα παρειάν. (Sophocles, Antigone, episode, anapests2)
(소포클레스, Antigone, episode, anapests2)
- καὶ αἰσχυνεῖ σε ἐν τοῖσ βρώμασιν αὐτοῦ, ἕωσ οὗ ἀποκενώσῃ σε δὶσ ἢ τρίσ, καὶ ἐπ̓ ἐσχάτων καταμωκήσεταί σου. μετὰ ταῦτα ὄψεταί σε καὶ καταλείψει σε καὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ κινήσει ἐπὶ σοί. (Septuagint, Liber Sirach 13:7)
(70인역 성경, Liber Sirach 13:7)
- ὑπὸ σκότῳ μέντοι, ὡσ ἔφην, οὐδὲν ἐργάζεται οὐδὲ ἀξιοῖ λανθάνειν τι πράττουσα, οὐδὲ ἡγεῖταί τι αἰσχρὸν ποιεῖν, ὃ ἐν φωτὶ δρώμενον αἰσχυνεῖ αὐτήν. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 9:2)
(루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 9:2)
유의어
-
to dishonour
-
to be dishonoured
-
to be ashamed
-
to be ashamed at
-
to feel shame before one