αἰσχύνω?
비축약 동사;
로마알파벳 전사: aischynō
고전 발음: [아이스퀴노:]
신약 발음: [애스퀴노]
기본형:
αἰσχύνω
형태분석:
αἰσχύν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to make ugly, disfigure, mar
- to dishonour, tarnish
- to dishonour
- to be dishonoured
- to be ashamed, feel shame
- to be ashamed at, to be ashamed at doing, to be ashamed to do
- to feel shame before one
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο. (Septuagint, Liber Genesis 2:25)
(70인역 성경, 창세기 2:25)
- καὶ ὑπέμειναν ἕως ᾐσχύνοντο, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἔστιν ὁ ἀνοίγων τὰς θύρας τοῦ ὑπερῴου. καὶ ἔλαβον τὴν κλεῖδα καὶ ἤνοιξαν, καὶ ἰδοὺ ὁ κύριος αὐτῶν πεπτωκὼς ἐπὶ τὴν γῆν τεθνηκώς. (Septuagint, Liber Iudicum 3:25)
(70인역 성경, 판관기 3:25)
- ὅτι ᾐσχύνοντο ἀναγγεῖλαι τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν ὅτι ἤθελον συγγενέσθαι αὐτῇ. (Septuagint, Liber Susanna 1:11)
(70인역 성경, Liber Susanna 1:11)
- οἱ οὖν τὸ πολὺ φέροντες ᾐσχύνοντο <τό> τε μὴ κοινωνεῖν τοῦ εἰς τὸ κοινὸν τιθεμένου καὶ τὸ μὴ ἀντιτιθέναι τὸ ἑαυτῶν: (Xenophon, Memorabilia, , chapter 14 2:2)
(크세노폰, Memorabilia, , chapter 14 2:2)
- ἐκεῖνοι μέν γε ᾐσχύνοντο ἔξω τὴν χεῖρα ἔχοντες λέγειν, οὑτοσὶ δὲ οὐ πάλαι, ἀλλὰ πρώην ποτὲ ῥίψας θοἰμάτιον γυμνὸς ἐπαγκρατίαζεν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, οὕτω κακῶς καὶ αἰσχρῶς διακείμενος τὸ σῶμα ὑπὸ μέθης καὶ βδελυρίας, ὥστε τούς γε εὖ φρονοῦντας ἐγκαλύψασθαι, αἰσχυνθέντας ὑπὲρ τῆς πόλεως, εἰ τοιούτοις συμβούλοις χρώμεθα. (Aeschines, Speeches, , section 262)
(아이스키네스, 연설, , section 262)
유의어
-
to dishonour
-
to be dishonoured
-
to be ashamed
-
to be ashamed at
- δυσωπέω (to be ashamed of)
- ἐπαισχύνομαι (to be ashamed at or of, to be ashamed, to be ashamed of)
-
to feel shame before one