αἰσχύνω?
비축약 동사;
로마알파벳 전사: aischynō
고전 발음: [아이스퀴노:]
신약 발음: [애스퀴노]
기본형:
αἰσχύνω
형태분석:
αἰσχύν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to make ugly, disfigure, mar
- to dishonour, tarnish
- to dishonour
- to be dishonoured
- to be ashamed, feel shame
- to be ashamed at, to be ashamed at doing, to be ashamed to do
- to feel shame before one
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν ἕως οὗ ᾐσχύνετο. καὶ εἶπεν. ἀποστείλατε. καὶ ἀπέστειλαν πεντήκοντα ἄνδρας, καὶ ἐζήτησαν τρεῖς ἡμέρας καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν. (Septuagint, Liber II Regum 2:17)
(70인역 성경, 열왕기 하권 2:17)
- καίτοι Σωκράτει μὲν ἀπέχρησε πλάτανος εὐφυὴς καὶ πόα εὐθαλὴς καὶ πηγὴ διαυγὴς μικρὸν ἀπὸ τοῦ Ἰλισσοῦ, κἀνταῦθα καθεζόμενος Φαίδρου τε τοῦ Μυρρινουσίου κατειρωνεύετο καὶ τὸν Λυσίου τοῦ Κεφάλου λόγον διήλεγχε καὶ τὰς Μούσας ἐκάλει, καὶ ἐπίστευεν ἥξειν αὐτὰς ἐπὶ τὴν ἐρημίαν συλληψομένας τῶν περὶ τοῦ ἔρωτος λόγων, καὶ οὐκ ᾐσχύνετο γέρων ἄνθρωπος παρακαλῶν παρθένους συνᾳσομένας τὰ παιδεραστικά. (Lucian, De Domo, (no name) 4:6)
(루키아노스, De Domo, (no name) 4:6)
- ἡ μὲν γὰρ Ἠχὼ οὐδὲ ἀποκρίνεσθαι αὐτῷ ἤθελεν οὕτω λάλος οὖσα βρυχωμένῳ, ἀλλ᾿ ᾐσχύνετο, εἰ φανείη μιμουμένη τραχεῖαν ᾠδὴν καὶ καταγέλαστον. (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 46)
(루키아노스, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 46)
- ἐπεὶ δὲ οὐδὲν ἡμεῖς ἐπεφροντίκειμεν αὐτοῦ, κατ ὀλίγον - οὐ γὰρ τέλεον ἦν διάβροχος τῇ Μέθῃ - ἀνένηφε πρὸς τοὺς λόγους καὶ ἀφῃρεῖτο τοὺς στεφάνους καὶ τὴν αὐλητρίδα κατεσιώπα καὶ ἐπὶ τῇ πορφυρίδι ᾐσχύνετο, καὶ ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος ἀνεγρόμενος ἑαυτόν τε ἑώρα ὅπως διέκειτο καὶ τοῦ πάλαι βίου κατεγίγνωσκεν. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 17:6)
(루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 17:6)
- καὶ γὰρ ἐκνομίως μ ᾐσχύνετο. (Aristophanes, Plutus, Episode22)
(아리스토파네스, Plutus, Episode22)
유의어
-
to dishonour
-
to be dishonoured
-
to be ashamed
-
to be ashamed at
- δυσωπέω (to be ashamed of)
- ἐπαισχύνομαι (to be ashamed at or of, to be ashamed, to be ashamed of)
-
to feel shame before one