παραμένω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
παραμένω
παραμενῶ
παρέμεινα
παραμεμένηκα
형태분석:
παρα
(접두사)
+
μέν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 머무르다, 기다리다, 묵다
- 뒤에 남다, 머무르다
- 살아남다, 살아오다
- 견디다, 참다, 인내하다
- I stay near, stand beside
- I stand my ground, stand fast
- I stay behind
- I survive
- (of things) I endure, last
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνησ τοῖσ σωματοφύλαξι μὴ διακωλύειν αὐτήν. καὶ παρέμεινεν ἐν τῇ παρεμβολῇ ἡμέρασ τρεῖσ, καὶ ἐξεπορεύετο κατὰ νύκτα εἰσ τὴν φάραγγα Βαιτυλούα καὶ ἐβαπτίζετο ἐν τῇ παρεμβολῇ ἐπὶ τῆσ πηγῆσ τοῦ ὕδατοσ. (Septuagint, Liber Iudith 12:7)
(70인역 성경, 유딧기 12:7)
- ἐπεὶ δὲ νυκτὸσ εἰσ Πέλλαν εἰσελθὼν Εὖκτον καὶ Εὔλαιον , τοὺσ ἐπὶ τοῦ νομίσματοσ, ἀπαντήσαντασ αὐτῷ καὶ τὰ μέν ἐγκαλοῦντασ περὶ τῶν γεγονότων, τὰ δὲ παρρησιαζομένουσ ἀκαίρωσ καὶ συμβουλεύοντασ ὀργισθεὶσ ἀπέκτεινεν, αὐτὸσ τῷ ξιφιδίῳ παίων ἀμφοτέρουσ, οὐδεὶσ παρέμεινεν αὐτῷ πάρεξ Εὐάνδρου τε τοῦ Κρητὸσ καὶ Ἀρχεδάμου τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τοῦ Βοιωτοῦ Νέωνοσ. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 23 3:1)
(플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 23 3:1)
- οὐ πολὺν δὲ χρόνον ἐνταῦθα παρέμεινεν, ἀλλὰ στασιάσασ τῷ Μετέλλῳ πρὸσ Σύλλαν ἀπῆρε, και συνὴν ἐν τοῖσ μάλιστα τιμώμενοσ, ἐπεὶ δὲ διαβὰσ εἰσ Ἰταλίαν ὁ Σύλλασ πάντασ ἐβούλετο τοὺσ σὺν αὐτῷ νέουσ ἔχειν ἐνεργοὺσ καὶ πρὸσ ἄλλην ἄλλον ἔταττε πρᾶξιν, ἀποστελλόμενοσ εἰσ Μαρσοὺσ ἐπὶ στρατιὰν ὁ Κράσσοσ ᾔτει φύλακασ· (Plutarch, chapter 6 2:1)
(플루타르코스, chapter 6 2:1)
- ἀλλ’ ἐοίκε μηδενὶ τῶν πώποτε τυράννων ἢ βασιλέων δεινὸσ οὕτωσ ἔρωσ ἐγγενέσθαι καὶ περιμανὴσ τοῦ ἄρχειν, ὡσ ἐκεῖνοι τοῦ ἄρχεσθαι καὶ ὑπακούειν Ὄθωνοσ ἠράσθησαν οὕσ γε μηδ’ ἀποθανόντοσ ὁ πόθοσ προὔλιπεν, ἀλλὰ παρέμεινεν εἰσ ἀνήκεστον ἔχθοσ Οὐϊτελλίῳ τελευτήσασ. (Plutarch, Otho, chapter 17 5:1)
(플루타르코스, Otho, chapter 17 5:1)
- ὁ δὲ καὶ πρὸσ τὰ χερσαῖα τῷ λόγῳ τούτῳ χρώμενοσ ἀπηνὴσ καὶ θηριώδησ ἢ μηδὲ Λυσιμάχῳ τι γεγονέναι φήσῃ πρὸσ τὸν κύνα τὸν Ὑρκανὸν δίκαιον, ὃσ νεκρῷ τε μόνοσ παρέμεινεν αὐτῷ καί, καομένου τοῦ σώματοσ, ἐνδραμὼν αὐτὸσ; (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 14 3:1)
(플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 14 3:1)
유의어
-
I stay near
-
머무르다
-
뒤에 남다
-
살아남다
-
견디다
파생어
- ἀναμένω (기다리다, 머무르다, 남다)
- διαμένω (계속하다, 유지하다, 계속되다)
- ἐμμένω (거주하다, 매달리다, 지키다)
- ἐπαναμένω (기다리다, 예상하다, 대기하다)
- ἐπιμένω (기다리다, 머무르다, 묵다)
- καταμένω (머무르다, 남다, 묵다)
- μένω (머무르다, 남다, 묵다)
- περιμένω (기다리다, 예상하다, 기대하다)
- προσμένω (매달리다, 기다리다, 예상하다)
- συμμένω (계속하다, 가지다, 유지하다)
- συμπαραμένω (to stay along with or among)
- ὑπομένω (살아남다, 살아오다, 생존하다)